Έβαλα να ακούσω ξανά τον δίσκο «Στου αιώνα τη παράγκα» και συγκινήθηκα. Ήταν λες και ήταν χθες• εγώ στις αρχές της εφηβείας μου, να κάθομαι σε μια άβολη καρέκλα μπροστά στο πικάπ στο σαλόνι των γονιών μου, να ακούω τον δίσκο από αρχή μέχρι τέλους, ξανά και ξανά, πάντα με προσοχή στις αλλαγές μη γδάρω το βινύλιο. Πέρασαν πάνω από 25 χρόνια από τότε. Πως έγινε αυτό; Και τί έχω να δείξω πέραν των συνεπειών της φθοράς του χρόνου; It takes a village to raise a child, λέει το ρητό. Οι πρωταγωνιστές του χωριού μου φεύγουν ένας προς ένα. Διακριτικά, αθόρυβα και απλά, όπως έζησαν, γνήσιοι γόνοι μιας μεσαίας κυπριακότατης τάξης που δεν υπάρχει πια, που κάποτε, λανθασμένα και με την ύβρη της νεότητας, απαξίωνα. Έχω πολλά λάθη να δείξω, κυρίως λάθη, και μια ενηλικίωση με ενοχικά προνόμια, προϊόντα της κυπριακότατης μεσαίας τάξης που ήθελα, ή τέλος πάντων νόμιζα ότι μπορούσα ή έπρεπε, να υπερβώ. Η προσπάθεια αυτή εκφράστηκε για χρόνια ως υπεροψία, παραδοσιακή και απαίσια, μέχρι να καταφέρνω να ορίσω και να ιεραρχήσω τις ταυτότητες μου. Μέχρι που ο χρόνος σιγά-σιγά με μαλάκωσε. Βοήθησαν και οι αποτυχίες που πανηγυρικά πλειοψηφούν των (όποιων) επιτυχιών. Έτσι σιγά-σιγά ανακάλυψα την υπεροψία του περιθωρίου που έλεγε ένας δάσκαλος, με πιο ευρεία όμως έννοια, έντονα πολιτική αλλά και αυστηρά προσωπική και μοναχική. Που πήγε το θάρρος εκείνου του εαυτού που προς στιγμή ένιωσε άνεση και οικειότητα στο περιθώριο; Αδυσώπητος ο χρόνος και η φθορά του, κι όχι μόνο στο κορμί, μα η αναζήτηση της ελπίδας παραμένει ως κοινή συνισταμένη. Από που πηγάζει αυτή η ενδόμυχη πεποίθηση ότι κάπως, κάποτε, αν προσπαθήσουμε μέσω συλλογικοτήτων, τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα; Είναι κι αυτό, άραγε, ένα είδος προνομίου, ίδιον μιας πάλαι πότε μεσαίας τάξης που ποτέ δεν αποδέχτηκε το μοιραίο της πεπρωμένο; Αναπολώ τα χρόνια που πέρασαν, νοσταλγώ τον τότε εαυτό μου, ή καλύτερα, εκείνον που ήθελα να γίνω, καθώς και εκείνους τους όμορφους ανθρώπους που πλαισίωναν τις μέρες της παιδικής αθωότητας. Όχι, δεν είμαι σαν τον γέρο του Καββαδία που λιάζει ακαμάτης τα αχαμνά του. Έχω δύναμη και ενέργεια για τα χρόνια που—αν είμαι τυχερός—θα επιτεθούν, αλλά δεν το κρύβω ότι, για πρώτη φορά, με κυριεύει μια ματαιότητα που, παροδικά ελπίζω, υπερνικά της ελπίδας. Και δεν έχει να κάνει μόνο με τον έξω κόσμο που αλλάζει προς την αντίθετη κατεύθυνση, αλλά και με το μέσα μου που παραπαίει σαν μια πυξίδα χιλιοχρησιμοποιημένη που της χάλασε η βελόνα. Κι όλο προσπαθώ να απομακρύνω από τη σκέψη το Παράπονο του Ελύτη.