Το ελληνικό δράμα δείχνει για ακόμη μια φορά την αδυναμία των Ελλήνων να συζητήσουν πολιτισμένα και με επιχειρήματα θέματα κοινού ενδιαφέροντος για τα οποία υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις. Πριν την κορύφωση του δράματος, γίνονταν δημόσιες τοποθετήσεις που πρόδιδαν τις ανέλπιδες προσπάθειες των συγγραφέων τους να συγκαλύψουν τα πραγματικά τους πιστεύω, τα οποία υποκινούνταν όχι απο πολιτικά επιχειρήματα αλλά από τον κλασικό, εξόχως ελληνικό οπαδισμό. Τωρα που η Ελλάδα βρίσκεται στο τέλος του δρόμου ή στην αρχή του επομένου ή στο χείλος του γκρεμού (διάλεξε κλισέ βάση ομάδας), βλέπουμε τα ίδια άτομα που μάταια συγκάλυπταν τις οπαδικές βάσεις των πολιτικών τους τοποθετήσεων να δείχνουν — επιτέλους — τον πραγματικό τους εαυτό.

Απο τη μια έχουμε τη τρομολαγνεία του λαϊκίστικου “θα γίνουμε Σομαλία, ο πάτος είναι πολύ πιο κάτω”· όπου ο Τσίπρας παρουσιάζεται ως Παπανδρέου που κατάφερε να γίνει Τσάβες, που έρμαιο των ιδεοληψιών του καταφέρνει αυτό που πάντα ήθελε, την οριστική ρίξη με την ΕΕ. Η αφήγηση αυτή εργολαβικά παραβλέπει οτιδήποτε γράφεται απο έγκυρους αναλυτές που παρέχουν επιχειρήματα υπερ της αντίθετης άποψης. Η αντίθετη άποψη απορρίπτεται μέσω της αποδόμησης των εκφραστών της και όχι μέσω της επαφής με τα επιχειρήματα τους. Κλασικά παραδείγματα της πρακτικής αυτής είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζεται η εξαιρετική οικονομολόγος Frances Coppola που παρουσιάζεται ως άτομο που εξυπηρετεί αλλότρια συμφέροντα, ο νομπελίστας Paul Krugman που φέρεται ως παρασυρόμενος απο τα πάθη που έχουν κυριεύσει τη λογική του, ο Paul Mason του Channel 4 που απλά θέλει να πουλήσει το νέο του βιβλίο και ο Άλεξ Ανδρέου που παρουσιάζεται περίπου ως σταλινικός.

Από την άλλη βλέπουμε τον κλασσικό αντιδυτισμό της αριστεράς (που μάθαμε να αγαπάμε) και τον ελληνικό ψευτοπαλληκαρισμό της ακροδεξιάς συγκυβέρνησης (που δε μάθαμε να φοβόμαστε αρκετά). Όπου οι διαφωνούντες παρουσιάζονται ως προνομιούχοι από την παράταση της μιζέριας του ελληνικού λαού, καθώς εμπίπτουν στην άρχουσα μειονότητα που τον απομυζεί, της οποίας τα συμφέροντα ευθυγραμμίζονται με των δανειστών, απόδειξη ότι οι κεφαλαιοκράτες είναι απάτριδες. Οι διαφωνούντες είναι εκ φύσης τους ριψάσπιδες και υποτακτικοί που προδίδουν το ελληνικό πνεύμα που θέλει τον έλληνα να πεθαίνει μαχόμενος και ενίοτε να νικά.

Οι δυο ομάδες συχνά παραθέτουν παραδείγματα απο την πρόσφατη κυπριακή ιστορία με τροπο όπως μόνο Έλληνες μπορούν. Αν κάτι χαρακτηρίζει την ελληνική προσέγγιση προς την Κύπρο είναι η άγνοια, η αδιαφορία και ο τυχοδιωκτισμός. Οι μεν παρουσιάζουν τον πρόεδρο Αναστασιάδη ως το success story, μη ξέροντας ή αγνοώντας ότι ο ίδιος και η οικογένεια του εμπλέκονται σε δεκάδες πρόσφατα σκάνδαλα, καθώς και ότι ο ίδιος προσωπικά έχει προβεί σε σειρά ατυχών διορισμών που δεν αρμόζουν στο (νεο)φιλελεύθερο προφίλ της προόδου με το οποίο τον ταυτίζουν. Οι δε αντιπαραβάλλουν το κυπριακό ΟΧΙ ενός αμφιλεγόμενου προέδρου που ήθελε την Κύπρο στην ΕΕ και την ευρωζώνη με το ΟΧΙ που σήμερα καλούν τους Έλληνες να υποστηρίξουν, αγνοώντας μάλιστα ή μη ξέροντας το πολιτικό κόστος του ΟΧΙ των Κύπριων (πχ το IPC). Εννοείται ότι καμία αναφορά δε γίνεται στα συμφέροντα των Κύπριων που καλούνται να χάσουν €600 εκατομμύρια ή 3% του ΑΕΠ τους από την επικείμενη ελληνική χρεοκοπία, τα οποία θα προστεθούν στα πέραν των €3δις που χάθηκαν με το ξεπούλημα των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα.

Οι Έλληνες, τουλάχιστο οι opinion leaders που παρακολουθώ, αδυνατούν να εμπλακούν σε πολιτισμένο διάλογο. Δεν προσπαθούν να αντιληφθούν τις ανησυχίες που υποκινούν την αντίθετη γνώμη. Δεν έρχονται σε επαφή μαζί με τους εκφραστές αντίθετων πολιτικών απόψεων και αρνούνται να μπουν στα παπούτσια του άλλου και να αντιληφθούν τις ανησυχίες του, αποκλείοντας τον εκ προοϊμίου. Παρατάσσονται ο ένας απέναντι στον άλλο, ταμπουρωμένοι πίσω απο τα κλισέ, τις ιδεοληψίες και το φανατισμό τους. Θόρυβος χωρίς ουσία και έλλειψη δημοκρατικού διαλόγου παρόλη την υφιστάμενη δημοκρατική υποδομή.