Η περίπτωση της εκταφής της μοναχής φέρνει ξανά στην επιφάνεια θέματα διαχωρισμού του κράτους και της εκκλησίας και για ακόμα μια φορά εκθέτει την αλαζονεία μελών του κλήρου που θεωρούν ότι είναι υπεράνω του νόμου.

Στην προκειμένη περίπτωση μια μοναχή ήθελε να θαφτεί στο χωριό της και μετά από μερικά χρόνια να εκταφεί για να μεταφερθούν τα οστά της στο οστεοφυλάκιο του μοναστηριού όπου χειροτονήθηκε, όπως είναι δηλαδή η εθιμοτυπική διαδικασία που ακολουθείται εδώ και αιώνες.

Όλο αυτό, μέχρι που το ΣΙΓΜΑ θεώρησε ότι ανακάλυψε τον τροχό και προώθησε το θέμα ως ειδησεογραφική αποκάλυψη. Η δημοσιογραφική έρευνα ήταν αρχικά ελλιπής έως και παραπλανητική αφού παρουσίασε μια συνηθισμένη πρακτική ως κάτι καινούριο και πρωτοφανές.

Ως εδώ όλα καλά. Αν το θέμα έμενε εδώ η άποψη μου θα ήταν ότι κακώς το ΣΙΓΜΑ έκανε τόσο σούσουρο για την εκταφή των λειψάνων της μοναχής. Στην τελική, αυτή ήταν η επιθυμία της θανούσας η οποία επιθυμία χαίρει και του σεβασμού των συγγενών της. Ίσως να κάκιζα την ηγουμένη του μοναστηριού που δεν πήρε άδεια για την εκταφή, αλλά μέχρι εκεί – η ουσία θα ήταν ότι η ηγουμένη σεβάστηκε τις επιθυμίες της θανούσας χωρίς να επιβαρύνει τον οποιονδήποτε τρίτο.

Το ΣΙΓΜΑ, προς τιμήν τους, κάλεσαν την ηγουμένη να τοποθετηθεί, η οποία και το έπραξε τηλεφωνικά Η παρέμβαση της ήταν σοκαριστική, όχι μόνο λόγω της υπεροψίας της αλλά και λόγω της αντίληψης της ότι είναι υπεράνω των νόμων αφού ασχολείται με εκκλησιαστικά άτομα.

Η προσέγγιση της ηγουμένης ήταν η εξής: η μοναχή δεν είναι νομικό πρόσωπο αλλά εκκλησιαστικό και ως εκ τούτου η πολιτεία δεν έχει λόγο στη διαχείριση των λειψάνων του ατόμου αυτού. Η ηγουμένη, έχοντας λάβει εξουσιοδότηση από τον επίσκοπο, θεώρησε ότι ήταν νομικά εξασφαλισμένη.

Εδώ είναι που έγκειται το πρόβλημα. Ότι δηλαδή η ηγουμένη δεν υπερασπίστηκε το πολύ λογικό επιχείρημα ότι βάση των συνταγματικά κατοχυρωμένων θρησκευτικών της θα έπρεπε να δικαιούται να θαφτεί ή να ξεθαφτεί όπου και όπως θέλει, δεδομένου ότι αυτή της η επιθυμία δεν επηρεάζει ή επιβαρύνει τρίτους και δε θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία. Αντί αυτού η ηγουμένη ουσιαστικά αρνήθηκε το σύνταγμα ως μορφή πολιτικής νομιμότητας και έθεσε την εκκλησία υπεράνω νόμων.

Δεδομένης της στάσης της μοναχής, ο γενικός εισαγγελέας έχει ευθύνη να παρέμβει και να ξεκαθαρίσει ποια ακριβώς είναι τα δικαιώματα της εκκλησίας αναφορικά με την εκταφή ατόμων που το ζητούν για θρησκευτικούς λόγους, ποιες είναι οι απαραίτητες άδειες που πρέπει να λάβουν, ποια μέτρα ασφαλείας πρέπει να τηρηθούν, και σημαντικότερα, ποιες είναι οι κυρώσεις για αυτούς που περιφρονούν τη διαδικασία.

Η πιο θεωρητική αλλά ίσως και πιο σημαντική διάσταση του θέματος είναι η αντίληψη ότι οι μοναχοί αποτελούν εκκλησιαστικά και όχι νομικά πρόσωπα. Πρέπει να γίνει ξεκάθαρο – και γι’ αυτό χρειάζεται η τοποθέτηση του γενικού εισαγγελέα – ότι κανείς δεν είναι υπεράνω των νόμων και ότι οι εργοδοτούμενοι ή τα μέλη της εκκλησίας έχουν τις ίδιες ευθύνες και είναι υπόλογοι στους ίδιους νόμους με την υπόλοιπη κοινωνία.

Το κράτος ορθά παρέχει κάποια δικαιώματα στην εκκλησία ως θρησκευτική ομάδα που είναι. Δικαιώματα που φυσικά πρέπει να δικαιούνται όλες οι θρησκευτικές ομάδες που βρίσκονται στη χώρα, ανεξαρτήτως μεγέθους ή άλλων χαρακτηριστικών. Στα πλαίσια αυτών των δικαιωμάτων η ηγουμένη της ιστορίας θα έπρεπε να δικαιούται να μεταφέρει τα οστά της μοναχής από τον τάφο στο οστεοφυλάκιο, δεδομένου του ότι έλαβε τις αναγκαίες άδειες καθώς και τη συγκατάθεση της μοναχής ή αν αυτό δεν ήταν δυνατό, τη συγκατάθεση των συγγενών της.

Η περιφρόνηση του νόμου αποτελεί αδίκημα και πρέπει να αναγνωριστεί ως τέτοιο γιατί (α) δε θέλουμε την ηγουμένη και άλλα μέλη του κλήρου να θεωρούν ότι είναι υπεράνω των νόμων και (β) δε θέλουμε την ηγουμένη ή άλλους ανώτερους αξιωματούχους της εκκλησίας να θεωρούν ότι μπορούν να παίρνουν αποφάσεις που ορίζουν τις ζωές τρίτων χωρίς τη συγκατάθεση τους.

Τα ‘εκκλησιαστικά πρόσωπα’ είναι πρωτίστως υπεύθυνα άτομα, με συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα, τα οποία έχουν τη δυνατότητα να κάνουν ατομικές επιλογές. Μερικές φορές αυτές οι επιλογές γίνονται σε θρησκευτική βάση ή αφορούν θρησκευτικά θέματα. Κάποτε, αυτές οι θρησκευτικές επιλογές έρχονται σε ρήξη με τους νόμους και σε κάποιες περιπτώσεις οι εν λόγω θρησκευτικές ομάδες εξαιρούνται από τους γενικούς νόμους.

Στις περιπτώσεις όπου θρησκευτικές ομάδες απολαμβάνουν προνομιακής μεταχείρισης οφείλουν να σέβονται το κράτος που τους τις παρέχει και όχι να θεωρούν ότι έχουν το ελεύθερο να ορίζουν τις ζωές τρίτων χωρίς να λογοδοτούν σε νόμους και θεσμούς. Πλέον έχουμε ατομικά δικαιώματα. Η εκκλησία χρειάζεται το κράτος για να αποκτήσιει πολιτική νομιμοποίηση. Οι εργαζόμενοι της οφείλουν να το χωνέψουν και να πάψουν να θεωρούν εαυτούς υπεράνω των υπολοίπων.