Σήμερα άκουσα στο Spotify κάποια τραγούδια της προεφηβικής μου ηλικίας, τραγούδια που άκουγα στο πικαπ στο πατρικό μου. Η νοσταλγία είναι επικίνδυνη ερωμένη, ιδίως όταν παραπέμπει σε ευτυχισμένες και ανέμελες εποχές. Σήμερα έκανα άλλους συλλογισμούς. Σκεφτόμουν πόσο πολύ τυχεροί είμαστε εμείς που μεγαλώσαμε με αριστερούς γονείς, τους εξηντάρηδες και βάλε του σήμερα, σε μια εποχή που υπήρχε ακόμα ελπίδα. Με βιβλία, με θέατρα, με ωραίες μουσικές, με γονείς που έδιναν αξία στην καλλιέργεια και τη μόρφωση βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τα αυτοκίνητα, τα μεγάλα σπίτια, τις εξωτικές διακοπές και τα συναφή του καιρού μας. Αργότερα έχασαν κι αυτοί το δρόμο τους διατηρώντας μια εικόνα του «εμείς» που όρισαν σε αντιδιαστολή με των «άλλων» και είτε βρήκαν θαλπωρή σε εσωστρεφείς σχηματισμούς ή απλά έμειναν στάσιμοι ενώ ο κόσμος άλλαζε, καθιστώντας τους προοδευτικά όλο και πιο συντηρητικούς. Τους οφείλουμε όμως πολλά.

Αναπολώ με γλυκά συναισθήματα τους δίσκους ορόσημο της παιδικής μου ηλικίας. Τους στίχους του Άλκη Αλκαίου μελοποιημένους από τον Μικρούτσικο με την εκπληκτική ερμηνεία του Μητροπάνου, τη φωνή της Ζορμπαλά, τη ψύχωση που είχα πάθει με τη Χαρούλα Αλεξίου, την Αρβανιτάκη, τον Παπακωνσταντίνου, (ακόμα και) τον Νταλάρα. Την αναγωγή του Μίκη σε ημίθεο και την αποστήθιση των στίχων των μεγάλων ποιητών που μελοποίησε.

Θυμάμαι επίσης την κάρτα διαρκείας του ΘΟΚ και τις συναυλίες που δεν έχαναν τα καλοκαίρια. Κάποτε μας έπαιρνε ο ύπνος καθότι μικροί. Θυμάμαι χαρακτηριστικά που αποκοιμήθηκα στο παλιό δημοτικό θέατρο και ξύπνησα στο μέσο της συναυλίας στους ήχους της ορχήστρας με τις μπαλαλάικες, την Ossipov, και την εκπληκτική φωνή της Μαργαρίτας Ζορμπαλά να τραγουδά Ρώσικα τραγούδια, καθώς και την τότε συνειδητοποίηση στο παιδικό μου μυαλού ότι ήμουν μάρτυρας σε κάτι πραγματικά μεγάλο.

Θυμάμαι και τα πρωινά του Σαββάτου στο βιβλιοπωλείο Πάργα στην Αγλαντζιά, αρχικά να παραπονιέμαι γιατί ήταν κουραστικό να περιμένω τον πατέρα μου να διαλέξει βιβλία, και αργότερα να διαλέγω εγώ βιβλία, δείχνοντας με περηφάνια ποια είχα ήδη διαβάσει. Άλκη Ζέη, Ζωρζ Σαρή, Διδώ Σωτηρίου, Λουντέμης, αργότερα Καζαντζάκης και πολλοί άλλοι, τέτοιοι ήταν οι ήρωες της παιδικής μου ηλικίας. Θυμάμαι και εκείνα τα βιβλία στη βιβλιοθήκη στο σπίτι που βρίσκονταν στις κάτω σειρές με παράξενα ονόματα όπως Λένιν, Μάρξ, Ένγκελς, φτηνές και κακομεταφρασμένες εκδόσεις που δεν χωρούσαν στο εφηβικό μου μυαλό. Κάποια είχαν σημειώσεις και υπογραμμισμένες παραγράφους, αλλά δεν έβγαζα νόημα. Τα κατάφερα - σε μικρό βαθμό, μη φανταστείτε - χρόνια αργότερα με τις αγγλικές τους μεταφράσεις σε κάποια βιβλιοθήκη κάποιου πανεπιστημίου στην Αγγλία. Θυμάμαι και τις πολλές εφημερίδες, κυρίως ελληνικές, που ήταν μόνιμα απλωμένες στο τραπέζι της κουζίνας στο πατρικό μου.

Έχω επίσης όμορφες μνήμες και από τις μουσικές που ακούγαμε στο αυτοκίνητο καθώς κάναμε περίπατο οι τέσσερεις μας άσκοπα στη Λευκωσία. Ο πατέρας μου οδηγούσε ένα μικρό Mazda 323 που τότε φάνταζε τεράστιο. Ήταν πάντα φορτωμένο με πολλές κασέτες. Το μικρό αυτό αυτοκίνητο και οι μουσικές του δημιούργησαν τόσες γλυκές θύμησες που τις αναπολώ κοντά τριάντα χρόνια αργότερα.

Οι (κεντρο-)αριστεροί Κύπριοι της γενιάς των γονιών μου είχαν πολλά κοινά αλλά και τεράστιες διαφορές από τους Έλληνες αντίστοιχούς τους. Οι παθογένειες της γενιάς του ΠΑΣΟΚ δεν βρήκαν πρόσφορο έδαφος στην Κύπρο. Τουλάχιστον όχι στον ίδιο βαθμό. Γι’αυτό, ό,τι κι αν τους καταλογίζουμε - και προσωπικά τους καταλογίζω πολλά - για τις μετέπειτα επιλογές τους, δεν μπορούμε παρά να είμαστε ευγνώμονες. Ειδικά εμείς που μεγαλώσαμε σε τέτοιες οικογένειες με αυθεντικότητα, ρομαντισμό, αλλά κυρίως ερεθίσματα και επιλογές.

Εύχομαι και τα δικά μου παιδιά κάποτε να αναπολούν τα παιδικά τους χρόνια με αντίστοιχη τρυφερότητα.