9 minutes
Μαρωνίτες - Ανάγκη Ειδικής Αντιμετώπισης
Το Σωματείο «Ο Κορμακίτης», σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο Μαρωνιτών Επιστημόνων, διοργάνωσε το βράδυ της Τετάρτης εκδήλωση με θέμα: «Κοινότητα Κυπρίων Μαρωνιτών – Ανάγκη ειδικής αντιμετώπισης. Ποιες οι προοπτικές επιβίωσής της σε περίπτωση λύσης του Κυπριακού προβλήματος και ποιες σε περίπτωση περαιτέρω μακροχρόνιας καθυστέρησης της λύσης;».
Είχα την τιμή να προσκληθώ ως ομιλητής από τους διοργανωτές, μαζί με τον Μενέλαο Μενελάου και τον Ozdil Nami.
Η ομιλία μου ήταν στα Αγγλικά, ωστόσο παραθέτω πιο κάτω την ελληνική μετάφρασή της, με τη βοήθεια τεχνητής νοημοσύνης.
Αγαπητές φίλες και φίλοι,
Νιώθω αρκετά άβολα να μιλώ για τις διεκδικήσεις μιας κοινότητας στην οποία δεν ανήκω. Εκ προοιμίου, λοιπόν, σας ζητώ συγγνώμη. Εσείς γνωρίζετε καλύτερα τι είναι σωστό και αναγκαίο και δίκαιο για εσάς και για την κοινότητά σας. Εγώ απλώς θα καταθέσω τι θα διεκδικούσα εάν ήμουν στη θέση σας. Θα μιλήσω, λοιπόν, ως πολίτης που επιθυμεί την επανένωση της Κύπρου με τρόπο δίκαιο και συμπεριληπτικό για όλες τις ιστορικές της κοινότητες. Η αποψινή μου σύντομη τοποθέτηση βασίζεται σε τρεις βασικές παραμέτρους. Θα τις αναφέρω πρώτα και θα προχωρήσω στη συνέχεια να τις αναπτύξω.
Πρώτη παράμετρος: η διατήρηση συλλογικών ταυτοτήτων απαιτεί επένδυση. Χωρίς συνειδητή και στοχευμένη ενίσχυση, η ταυτότητα μιας κοινότητας διαβρώνεται και, σταδιακά, αφομοιώνεται από τη δεσπόζουσα εθνική ομάδα – εν προκειμένω, τους Ελληνοκυπρίους.
Δεύτερη παράμετρος: το κράτος δεν είναι ουδέτερο. Η ιδέα ότι το κράτος μπορεί να λειτουργεί ως ένας ουδέτερος θεσμός, τυφλός απέναντι στις ταυτότητες των πολιτών του, είναι ουτοπική. Στην πράξη, το κράτος διαμορφώνει και αναπαράγει την ταυτότητα της πλειοψηφίας, μέσα από τους θεσμούς του – τα σχολεία, τα πανεπιστήμια, τον στρατό.
Τρίτη παράμετρος: οι δυνατότητες διεκδίκησης μιας κοινότητας εξαρτώνται από την κατηγοριοποίησή της. Άλλες είναι οι διεκδικήσεις που μπορεί να εγείρει μια εθνική κοινότητα, άλλες μια θρησκευτική ομάδα, και άλλες μια μεταναστευτική κοινότητα.
Κρατήστε, λοιπόν, αυτές τις τρεις παραμέτρους: πρώτον, η διατήρηση ταυτοτήτων απαιτεί επένδυση· δεύτερον, το κράτος δεν είναι ουδέτερο· και τρίτον, η κατηγοριοποίηση μιας ομάδας καθορίζει τις διεκδικήσεις της.
Η διατήρηση ταυτοτήτων απαιτεί επένδυση
Ας ξεκινήσουμε από την πρώτη παράμετρο.
Η επιβίωση μιας συλλογικής ταυτότητας δεν είναι ούτε αυτόματη, ούτε δεδομένη. Δεν διασφαλίζεται από μόνη της, ούτε με ευχολόγια. Δεν αρκεί η καλή θέληση των μελών μιας κοινότητας, ούτε η ρητορική του θαυμασμού που εκφράζεται από το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Χρειάζεται κάτι πιο ουσιαστικό: έμπρακτη στήριξη, μακροπρόθεσμη στρατηγική και στοχευμένη επένδυση.
Και όταν λέμε επένδυση, εννοούμε μια ολόκληρη πολιτική δέσμευση που θα επιτρέπει στην κοινότητα να μεταδίδει την ταυτότητά της από γενιά σε γενιά. Αυτό περιλαμβάνει επένδυση στη γλώσσα, στην ιστορία, στην πολιτιστική παραγωγή, αλλά και στις δομές κοινωνικής συνοχής: σχολεία, ενορίες, συλλόγους, χώρους συνάθροισης, τοπική διοίκηση.
Αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο στην περίπτωση της Μαρωνιτικής κοινότητας. Πρόκειται για μια κοινότητα με αιώνες ιστορικής συνέχειας στο νησί, με συγκεκριμένη γλωσσική ταυτότητα, αναγνωρισμένη πλέον από την UNESCO ως στοιχείο της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας. Παράλληλα, έχει ιστορικούς δεσμούς με τον Λίβανο, όπως άλλες κοινότητες της Κύπρου έχουν με την Ελλάδα ή την Τουρκία. Δεν είναι μια κοινότητα του παρελθόντος· είναι μια κοινότητα του παρόντος που αγωνίζεται να έχει και μέλλον.
Η αφομοίωση της Μαρωνιτικής κοινότητας στη δεσπόζουσα Ελληνοκυπριακή ομάδα δεν είναι απλώς θεωρητική απειλή – είναι ήδη υπαρκτή πραγματικότητα. Τα παιδιά της κοινότητας φοιτούν σε σχολεία όπου η ιστορία και η γλώσσα της κοινότητας απουσιάζουν ή παρουσιάζονται αποσπασματικά. Γι’ αυτό θεωρώ δεδομένο πως η κρατική επένδυση για τη διατήρηση της ταυτότητας της κοινότητας είναι επιτακτική ανάγκη. Και πρέπει να είναι πολυεπίπεδη:
Πρώτον, στην ιστορία. Όχι με αναφορές δύο παραγράφων, αλλά με τη συστηματική ένταξη της μαρωνιτικής ιστορίας και ιστοριογραφίας στα επίσημα σχολικά προγράμματα. Όχι φιλτραρισμένη μέσα από την Ελληνοκυπριακή αφήγηση, αλλά όπως την κατανοεί και την βιώνει η ίδια η κοινότητα.
Δεύτερον, στον πολιτισμό. Με θεσμική υποστήριξη για φεστιβάλ, πολιτιστικά κέντρα, εκδόσεις, ερευνητικά προγράμματα, ντοκιμαντέρ, εθνογραφικές καταγραφές, ψηφιοποίηση αρχειακού υλικού και κάθε μορφή πολιτισμικής τεκμηρίωσης.
Τρίτον, στη γλώσσα. Όχι μόνο με απογευματινά μαθήματα, αλλά με τη δημιουργία προγραμμάτων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με πιστοποίηση, επιμόρφωση εκπαιδευτικών, σχολικά εγχειρίδια κτλ.
Η ουδετερότητα του κράτους
Και εδώ έρχεται η δεύτερη μου παράμετρος: το κράτος δεν είναι ουδέτερο.
Όσο και αν επιμένει ο πολιτικός φιλελευθερισμός στη θεωρητική ουδετερότητα του κράτους απέναντι στις ταυτότητες των πολιτών του, η ιστορική εμπειρία αποδεικνύει το αντίθετο. Το κράτος δεν είναι ένας λευκός καμβάς. Είναι ένας μηχανισμός που φέρει ήδη έτοιμες αφηγήσεις, καθιερωμένες ιεραρχήσεις και συγκεκριμένες εθνοπολιτικές προτιμήσεις.
Στην πράξη, το κράτος αναπαράγει, ενισχύει και προστατεύει την ταυτότητα της πλειοψηφίας. Όχι κατ’ ανάγκην από πρόθεση ή κακία, αλλά επειδή λειτουργεί μέσα από μια κυρίαρχη εθνική αφήγηση, η οποία υπαγορεύει τις προτεραιότητες της δημόσιας πολιτικής. Στην περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας, αυτή η αφήγηση είναι ελληνοκεντρική. Το κράτος λειτουργεί στα ελληνικά, διδάσκει την ιστορία του κυπριακού Ελληνισμού, θεσμοθετεί τις εθνικές του γιορτές, υιοθετεί τα σύμβολά του και αναπαράγει τις πολιτισμικές του κανονικότητες.
Η δημόσια εκπαίδευση είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της μεροληψίας. Από το δημοτικό έως το λύκειο, το αναλυτικό πρόγραμμα περιστρέφεται σχεδόν αποκλειστικά γύρω από την ιστορική διαδρομή, τα επιτεύγματα και τα δεινά του ελληνοκυπριακού πληθυσμού. Οι Μαρωνίτες – όταν αναφέρονται – εμφανίζονται μέσα από το φίλτρο της πλειοψηφίας.
Όλα αυτά αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη σημασία όταν δούμε πώς διαμορφώνεται το κράτος μετά τη λύση. Στην επανενωμένη Κύπρο, το κράτος θα είναι δικοινοτικό. Η πολιτειακή του συγκρότηση θα βασίζεται στην αναγνώριση δύο εθνικών κοινοτήτων – της Ελληνοκυπριακής και της Τουρκοκυπριακής – ως των μόνων συστατικών εταίρων του νέου κράτους. Το σύνταγμα, οι θεσμοί, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις θα απορρέουν από αυτή τη δικοινοτική αρχιτεκτονική.
Η Μαρωνιτική κοινότητα, αν δεν διασφαλιστεί ειδικό καθεστώς, κινδυνεύει να καταστεί αόρατη και στον νέο συνταγματικό χάρτη.
Σε αυτό το σημείο, θέλω να είμαι ξεκάθαρος: δεν προτείνω την αλλαγή της βάσης των διαπραγματεύσεων. Δεν αμφισβητώ το πλαίσιο της Διζωνικής, Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, ούτε θεωρώ ρεαλιστική οποιαδήποτε εναλλακτική. Η ομοσπονδιακή λύση, με τις συγκλίσεις που επιτεύχθηκαν μέσα από δεκαετίες διαλόγου και ειδικά μετά τη διαδικασία του Κραν Μοντάνα, είναι η μόνη εφικτή οδός για την επανένωση της Κύπρου. Όσοι σήμερα μιλούν για “νέες βάσεις λύσης”, είτε το καταλαβαίνουν είτε όχι, προωθούν τη διαιώνιση του στάτους κβο – ενός στάτους κβο που δεν είναι στατικό.
Όμως, η αποδοχή της Διζωνικής, Δικοινοτικής Ομοσπονδίας δεν σημαίνει και εγκατάλειψη των ιστορικών κοινοτήτων. Η Μαρωνιτική κοινότητα, μέσα στο νέο πολιτειακό σχήμα, μπορεί –και πρέπει– να διεκδικήσει δικαιώματα συλλογικής αυτοδιάθεσης, πολιτιστικής διατήρησης και θεσμικής παρουσίας. Αυτό δεν είναι υπονόμευση της δικοινοτικής αρχής, είναι η ενίσχυση της πολυφωνίας και η κατοχύρωση του πολυπολιτισμικού χαρακτήρα της Κύπρου.
Κατηγοριοποίηση
Και φτάνουμε τώρα στην τρίτη –και ίσως πιο κρίσιμη– παράμετρο: η κατηγοριοποίηση μιας κοινότητας καθορίζει το εύρος και τη φύση των διεκδικήσεών της.
Και εδώ, επιτρέψτε μου να μιλήσω με απόλυτη σαφήνεια. Στην περίπτωση της Μαρωνιτικής κοινότητας, το πρόβλημα είναι θεσμικό, και εν πολλοίς συνταγματικό. Με βάση το Σύνταγμα του 1960, η κοινότητα αυτή δεν αναγνωρίζεται ως εθνική ή εθνοτική κοινότητα, αλλά ως θρησκευτική ομάδα. Και αυτό αλλάζει τα πάντα.
Ο όρος “εθνική κοινότητα” – ή για να είμαι πιο ακριβής, “national community” – παραμένει δυσμετάφραστος στα ελληνικά, καθώς ο όρος «έθνος» χρησιμοποιείται τόσο για πολιτικά όσο και για εθνοπολιτισμικά σχήματα. Για τους σκοπούς της αποψινής συζήτησης, όταν αναφέρομαι σε “εθνική ή εθνοτική κοινότητα”, μιλώ για κοινωνικά και πολιτισμικά υποκείμενα που φέρουν συλλογική ταυτότητα, ιστορική συνέχεια και πολιτισμική αυτοσυνειδησία.
Η ταξινόμηση της Μαρωνιτικής κοινότητας ως θρησκευτικής ομάδας έχει σημαντικές και άμεσες συνέπειες: δεν της αναγνωρίζονται συλλογικά πολιτικά δικαιώματα. Δεν έχει δικαίωμα διαχείρισης της εκπαίδευσης των παιδιών της. Δεν έχει λόγο στη διαμόρφωση πολιτιστικής πολιτικής. Δεν έχει αυτοδιοικητικές δομές. Δεν εκπροσωπείται στη Βουλή των Αντιπροσώπων ως θεσμικός εταίρος του κράτους, παρά μόνο μέσω ενός αντιπροσώπου χωρίς νομοθετική εξουσία.
Και έτσι, μια κοινότητα με ιστορική παρουσία αιώνων, με ιδιαίτερη γλωσσική και πολιτισμική ταυτότητα, με καθοριστική συμβολή στην ιστορία και στην πολυπολιτισμικότητα της Κύπρου, καταλήγει να είναι πολιτειακά αόρατη.
Αν ήμουν στη θέση σας –και το λέω με κάθε ταπεινότητα και σεβασμό– θα διεκδικούσα επαναταξινόμηση της κοινότητας. Όχι απλώς για συμβολικούς λόγους, αλλά γιατί η κατηγορία στην οποία τοποθετείται μια κοινότητα καθορίζει και τα δικαιώματα που δικαιούται. Θα ζητούσα είτε την αναγνώρισή της ως εθνικής κοινότητας, είτε, τουλάχιστον, ως ισότιμου πολιτιστικού συλλογικού υποκειμένου με θεσμική αυτονομία και αρμοδιότητες.
Και επαναλαμβάνω: δεν προτείνω την εγκαθίδρυση τρίτης συνιστώσας στην Ομοσπονδία, ούτε τη ριζική ανατροπή του σχεδιασμού του δικοινοτικού κράτος. Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι η κοινότητα δεν μπορεί να διεκδικήσει θεσμικές εγγυήσεις αυτοδιοίκησης και αυτοπροσδιορισμού.
Μια λογική και ρεαλιστική πρόταση είναι η συμπλεγματοποίηση των Μαρωνίτικων χωριών σε μια ενιαία διοικητική ενότητα με κοινό εκλεγόμενο όργανο. Ένα είδος τοπικής συνέλευσης ή διοικητικού συμβουλίου με κανονιστική αρμοδιότητα σε συγκεκριμένους τομείς: την εκπαίδευση, την πολιτιστική πολιτική, τη χρήση της γης, τη διαχείριση δημοσίων πόρων και τη συμμετοχή σε αναπτυξιακά έργα.
Εναλλακτικά –αν αυτό κριθεί πολιτικά εφικτό– θα μπορούσε να διεκδικηθεί η ένταξη της κοινότητας σε ειδικό καθεστώς εντός της Ελληνοκυπριακής κοινότητας, με συνταγματική πρόβλεψη για την πολιτιστική και γλωσσική της αυτονομία.
Αν τίποτα από τα πιο πάνω δεν καταστεί δυνατό, τότε απομένει το επιχείρημα της ιστορικής αποκατάστασης. Η Μαρωνιτική κοινότητα αντιμετωπίστηκε ως παιδί κατώτερης μοίρας. Δεν της δόθηκαν οι ευκαιρίες που αντιστοιχούσαν στον ιστορικό της ρόλο. Έχει, συνεπώς, το ηθικό και πολιτικό δικαίωμα να διεκδικήσει θετικές πολιτικές αποκατάστασης.
Περιμένοντας τη λύση
Οι περισσότερες από τις προτάσεις που έχω παραθέσει αφορούν το καθεστώς της Μαρωνιτικής κοινότητας στο πλαίσιο μιας συνολικής λύσης του Κυπριακού προβλήματος. Πολλοί από εμάς—και εγώ ο ίδιος κατά καιρούς—τρέφουμε βαθιά απαισιοδοξία ως προς την πιθανότητα επίτευξης μιας τέτοιας λύσης, παρά το γεγονός ότι ο τελευταίος γύρος διαπραγματεύσεων έφερε τις δύο πλευρές ένα βήμα πριν από τη συμφωνία. Κι όμως, κάθε μέρα που περνά είναι μία ακόμη μέρα κατά την οποία η Μαρωνιτική κοινότητα εκτίθεται περαιτέρω στις δυνάμεις αφομοίωσης της κυρίαρχης κουλτούρα. Και είναι σημαντικό να τονιστεί ότι δεν απαιτείται συνταγματική αλλαγή για τα πάντα.
Στην πραγματικότητα, ορισμένες ενέργειες είναι και εφικτές και καθυστερημένες. Πριν από μερικούς μήνες, ο Κώστας Κωνσταντίνου του Πανεπιστημίου Κύπρου και ο Mete Hatay δημοσίευσαν από κοινού ένα policy brief μέσω του PRIO, στο οποίο ζητούσαν την επιστροφή των Μαρωνιτικών χωριών της Αγίας Μαρίνας και του Ασώματου. Η επιστροφή αυτή είχε ήδη συμφωνηθεί ως μέτρο οικοδόμησης εμπιστοσύνης, αλλά παραμένει ανεφάρμοστη. Όπως υποστηρίζουν οι Κωνσταντίνου και Hatay, δεν πρέπει να περιμένουμε το τελικό κείμενο λύσης, αλλά να προχωρήσουμε στην υλοποίηση μέτρων που βελτιώνουν τη ζωή των ανθρώπων της Κύπρο, συμπεριλαμβανομένων και των Μαρωνιτών, τόσο στο παρόν όσο και ενόψει μιας λύσης.
Ταυτόχρονα, η Μαρωνιτική κοινότητα—που διατηρεί σημαντικό κοινωνικό και πολιτικό κεφάλαιο—θα πρέπει να αρχίσει να διατυπώνει συγκεκριμένα αιτήματα για συμμετοχή στις αποφάσεις που επηρεάζουν την πολιτιστική της επιβίωση. Αυτά περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την ουσιαστική ένταξη της ιστορίας της κοινότητας στα σχολικά αναλυτικά προγράμματα, καθώς και ευρύτερες πολιτικές που στοχεύουν στη διασφάλιση της πολιτιστικής συνέχειας των Μαρωνιτών στην Κύπρο.
Η πολυπολιτισμικότητα ως κύριο χαρακτηριστικό της Κύπρου
Αγαπητές φίλες και φίλοι, ίσως η λύση να φαντάζει σε όλους μας κάτι απομακρυσμένο. Αλλά τα συστατικά υπάρχουν και με τη σωστή συγκυρία μπορεί να υπάρξει ακόμα μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί. Όμως, η επανένωση δεν πρέπει να οικοδομηθεί πάνω στην αορατότητα των μικρών κοινοτήτων. Δεν πρέπει να επιτευχθεί εις βάρος της πολιτισμικής ποικιλομορφίας του νησιού. Δεν πρέπει να εδραιώσει έναν διπολικό εθνισμό, που σιωπηρά ακυρώνει τις ενδιάμεσες φωνές.
Στο μεταξύ, θα πρέπει να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα για την προώθηση της πολιτιστικής συνέχειας των Μαρωνιτών στο σήμερα.
Κλείνοντας, επαναλαμβάνω. Η κοινότητα δεν χρειάζεται τιμητικούς λόγους. Ούτε φολκλορικά αφιερώματα. Χρειάζεται πολιτικές. Χρειάζεται δικαιώματα. Η πολυπολιτισμικότητα της Κύπρου πρέπει να διαφυλαχθεί ως κύριο χαρακτηριστικό της, όχι να αντιμετωπίζεται ως παρεκτροπή από τον κανόνα
Σας ευχαριστώ πολύ.