Διάβασα το ακόλουθο άρθρο στον σημερινό ΠΟΛΙΤΗ (24/05/2009, Σελ. 16) με τίτλο «Ο πρίγκιπάς μου είναι έποικος» της Μιράντας Λυσάνδρου και της Χρύστας Ντζάνη και μπορώ να πω ότι ήρθα προ εκπλήξεως. Το άρθρο μιλά για μια Ελληνοκύπρια εγκλωβισμένη νεαρή κοπέλα που έκανε το «λάθος» να ερωτευθεί ένα εικοσιτετράχρονο αγόρι που έτυχε να είναι έποικος. Τον τελευταίο χρόνο όπως περιγράφει στους δημοσιογράφους του «Π» η κοπέλα, η μητέρα της έβριζε τον εικοσιτετράχρονο όπου τον συναντούσε. Τότε ήταν που αποφάσισαν να κλεφτούν, κάτι το οποίο φυσικά μεταφράζεται αναλόγως συμφερόντων σε «απαγωγή Ελληνοκύπριας από έποικο» και άλλα τέτοια όμορφα. Το άρθρο δεν μένει στο love story που εξελίχτηκε, αλλά ρίχνει φως σε κάποιες αλήθειες που ποτέ δεν μπορέσαμε να δούμε καθαρά ποτέ. Ότι δηλαδή η εγκλωβισμένοι ήταν για πολλά χρόνια μια λύση, κάτι που ήταν αναγκαίο να συντηρηθεί σαν ουσία και σαν ιδέα για πολλούς πολιτικούς λόγους.

Η εντύπωση που είχα για τους εγκλωβισμένους, ήταν βασισμένη σε αυτά που έλεγε (ούτε καν έδειχνε) τόσα χρόνια το ΡΙΚ και στα ξύλινα κατασκευασμένα λόγια των δασκάλων του δημοτικού. Πρόσφατα μάλιστα είχα μια συζήτηση με ένα φίλο που διακρύνεται για την ακρότητα των απόψεων του και ούτε λίγο ούτε πολύ περιέγραφε αυτά που μαρτυρά το άρθρο. Έπιασα τότε τον εαυτό μου να υπερασπίζεται την εικόνα εκείνη που μας φύτεψαν στο δημοτικό, σκεπτόμενος ότι ο φίλος ήταν για ακόμη μια φορά υπερβολικός. Διαβάζοντας σήμερα το άρθρο, η πρώτη αντίδραση ήταν η ίδια. Η αμέσως επόμενη ήταν να διερωτηθώ πάνω σε ποια στοιχεία βασίζω την ατίδρασή μου. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχα κανένα στοιχείο. Ήταν απλά φυτεμένα, σε μια γωνιά και περίμεναν κάποιος να τα θίξει ή να τα ξεθάψει. Άφησα υποσυνείδητα τον εαυτό μου να πιστεύει ότι η σχέση των εγκλωβισμένων με τους έποικους και το επίπεδο ζωής τους έμεινε το ίδιο από το 1974. Για κάποιο λόγο πίστευα ότι ο χρόνος είχε παγώσει γι’ αυτούς τους ανθρώπους.

Τότε ήταν που αγρίεψε μια θαμμένη περιέργεια που είχα για το θέμα. Μια περιέργεια που γεννήθηκε εκείνη τη νύχτα που κουβέντιαζα με τον υπερβολικό φίλο. Το άρθρο πλέον είχε σταματήσει να θίγει παλιές αντιλήψεις, αλλά τις ανασκεύαζε δημιουργώντας παράλληλα καινούριες.

Ποια είναι όμως τα συμπεράσματα; Τί μπορούμε να πάρουμε από αυτή την ιστορία; Ίσως, ότι το Κυπριακό πρόβλημα, που σαν πρόβλημα χρονολογείται πολύ πριν το 1963 και το 1974 (κάποιος έγραψε πρόσφατα ότι το 63 και το 74 έγινε απλά και δικό μας [Ε/Κ] πρόβλημα) είναι περισσότερο πολιτικό παρά ανθρώπινο πρόβλημα. Η ανθρώπινη φύση, αποδεικνύει για ακόμη μια φορά την υπεροχή της έναντι της πολιτικής και αναγκάζει την δεύτερη να προσαρμοστεί στα μέτρα των ανθρώπων και όχι οι άνθρωποι στα μέτρα της. Όσο κι αν αδυνατούν οι πολιτικές ηγεσίες να τερματίσουν το Κυπριακό, όσο κι αν οι δυο πλευρές επιλέγουν να βλέπουν τα πράγματα μονόπλευρα, η ζωή τους αναιρεί και τους βάζει στο περιθώριο. Ο κόσμος ερωτεύεται μεταξύ του, δείχνει ότι μπορεί να συνυπάρξει σε μια νέα Κύπρο, ότι η λύση από τη μεριά του ανθρώπου είναι επιθυμητή και εφικτή και ότι το μόνο τροχοπέδη είναι η ίδια η πολιτική και οι πολιτικοί που έχουν άμεσα συμφέροντα από το να συντηρηθεί η υφιστάμενη κατάσταση. Μπορεί να ισχύει το ουδέν μονιμότερο του προσωρινού, όμως το προσωρινό δεν είναι στάσιμο, δεν παγώνει τον χρόνο, εξελίσσεται από τους ανθρώπους που θέλουν να ζήσουν.

Η κοπέλα αυτή, δεν σκέφτηκε ότι το κυπριακό είναι πρόβλημα εισβολής κατοχής, δε σκέφτηκε ότι «ανθελληνίζει» το «έθνος», δε σκέφτηκε ότι μας σκότωσαν και τους σκοτώσαμε. Δεν σκέφτηκε τίποτε. Ερωτεύτηκε. Τόσο απλά, τόσο όμορφα. Οι περιπλοκότητα του Κυπριακού προβλήματος, μπροστά στην ανάγκη για ζωή, απλοποιείται και η λύση δεν δείχνει τόσο ανέφικτη.

 

“Ο πρίγκιπάς μου είναι έποικος”

Των Μιράντας Λυσάνδρου και Χρύστας Ντζάνη
Κωδικός άρθρου: 873542
ΠΟΛΙΤΗΣ – 24/05/2009, Σελίδα: 16

Τους φορτώσαμε ένα σωρό βαρύγδουπα επίθετα γιατί επέλεξαν να μην ακολουθήσουν το κύμα της προσφυγιάς για να ζήσουν στον τόπο τους. Ήταν για μας οι 300 της Καρπασίας, οι Ακρίτες, οι ηρωικοί εγκλωβισμένοι, οι εν ζωή μάρτυρες. Ποιος άνθρωπος ο οποίος θέλει να ζήσει, διψά για να ζήσει, παλεύει κάθε μέρα για να ζήσει, προσπαθεί να τιθασέψει τη γη για να παραγάγει τα προς το ζην, άνθρωπος με φόβους και με αδυναμίες, ελπίδες και όνειρα, ένας απλός καθημερινός άνθρωπος, μπορεί να αντέξει το βάρος τόσου πατριωτισμού; Που πια τα αυτονόητα, όπως η αγάπη και το σμίξιμο δύο ανθρώπων, δύο συγχωριανών που μεγάλωσαν μαζί, δυο παιδιών που μοιάζουν να δείχνουν το δρόμο της συμβίωσης δύο λαών, τους γεμίζουν θλίψη και οργή. Οι εναπομείναντες εγκλωβισμένοι είναι εγκλωβισμένοι σ’ αυτήν την ταμπέλα του πατριώτη, που εμείς τους φορτώσαμε για να διασφαλίσουμε άραγε τι; Τη συνεχή παρουσία μας στον τόπο, ή τη μνήμη των γεγονότων;

Η λογική του παράλογου

Όταν βεβαίως ένα θεατρικό έργο κι ένα τραγούδι δίγλωσσο προκαλεί τόσες αντιδράσεις, όχι απ’ τους ίδιους τους εγκλωβισμένους αλλά απ’ τις “πατριωτικές δυνάμεις” που δεν έζησαν στο στόμα του λύκου, αλλά χρησιμοποιούν ως ασπίδα εκείνους που κατάφεραν να το πράξουν, ο αρραβώνας μεταξύ ενός εποίκου γεννημένου στο Ριζοκάρπασο και μίας Ε/Κ, επίσης γεννημένης στο Ριζοκάρπασο, δεν θα ξεσήκωνε θύελλες; Ο ελληνικός πληθυσμός της Καρπασίας, ο οποίος έχει φιλικές σχέσεις τόσο με τους Τ/Κ όσο και με τους εποίκους, με τη “μεμπτή” αυτή πράξη της τελειόφοιτης μαθήτριας νιώθει να “αφελληνίζεται”. Νιώθει να απειλείται το μέτρο του πατριωτισμού του, στον οποίο τον τοποθέτησαν εκείνοι που τόσα χρόνια ήταν μακριά. Στον αντίποδα μπορεί κανείς να παραθέσει πως οι φιλικές σχέσεις των Ε/Κ της Καρπασίας και των εποίκων δημιουργήθηκαν εξ ανάγκης. Οι άσπονδοι φίλοι όμως δεν τρώνε και πίνουν κάθε μέρα μαζί… Δεν ζητάνε να τους φυλάνε το σπίτι όσο θα λείπουν, αν δεν τους έχουν σε υπόληψη. Δεν τους έχουν στη δούλεψή τους. Η Μ., Ελληνοκύπρια εγκλωβισμένη, μας είπε όταν την ρωτήσαμε πως ποτέ δεν αισθάνθηκε οποιαδήποτε πίεση για να κάνει παρέα με εποίκους. Είναι ένα φυσιολογικό παρεπόμενο απ’ τη στιγμή που ζουν στον ίδιο τόπο. Τη λογική του παραλόγου που επικρατεί στο Ριζοκάρπασο μπορεί να την αισθανθεί κανείς εάν συνομιλήσει, όπως εμείς, με όλες τις πλευρές. Η απειλή προέρχεται από παντού. Από τις ελεύθερες περιοχές, να μην χαρακτηριστούν μη πατριώτες, και από τα κατεχόμενα, να τα έχουν καλά με τους ανθρώπους για να ανήκουν στην κοινωνία που έχει διαμορφωθεί εκεί.

Η νέα γενιά εγκλωβισμένων

Το 2005, όλοι ήταν χαρούμενοι -πλην των παιδιών που αναγκάστηκαν να επιστρέψουν από τις ελεύθερες περιοχές όπου φοιτούσαν σε σχολεία- που άνοιγε εκ νέου το Γυμνάσιο Ριζοκαρπάσου. Ήταν μια ύστατη προσπάθεια της ελληνοκυπριακής κοινότητας να κρατήσει στην Καρπασία, για πολιτικούς λόγους, τη νέα γενιά. Δυο μήνες μετά την έναρξη της σχολικής χρονιάς, αρχές Νοεμβρίου, οι μαθητές έκαναν αποχή από τα μαθήματά τους γιατί δεν είχαν καν αρχίσει μαθήματα επιλογής για να καθίσουν στις εξετάσεις. Τελειόφοιτη μαθήτρια μας δήλωσε τότε: “Έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μας πείσουν να έρθουμε εδώ ώστε να δημιουργηθεί, για πολιτικούς λόγους, μια νέα γενιά εγκλωβισμένων. Ήρθαμε παρά τους ενδοιασμούς μας μετά από πιέσεις, ενώ δεν υπάρχει υποδομή”. Συμμαθητές της κατήγγειλαν πως εάν γνώριζαν δεν θα ρισκάραν το μέλλον τους και πως εξαναγκάστηκαν να επιστρέψουν στο Ριζοκάρπασο για να συνεχίσουν το σχολείο, διότι απειλούνταν πως εάν δεν έρχονταν δεν θα έπαιρναν περισσότερη οικονομική βοήθεια, ούτε καλύτερους όρους για να μπουν στο Πανεπιστήμιο.

Για τη 17χρονη Ε., που επέλεξε να ζήσει με τον εκλεκτό της καρδιάς της, τον τουρκικής καταγωγής Ε., γεννημένο στο Ριζοκάρπασο πριν 24 χρόνια, η δημιουργία ακριβώς αυτής της νέας γενιάς εγκλωβισμένων δημιούργησε και τις συνθήκες για αυτό που σήμερα η ίδια κατηγορείται. Για τη δημιουργία ερωτικών σχέσεων μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων. Μας λέει η Ε: “Οι Ελληνοκύπριοι συγχωριανοί μου είναι διπλοπρόσωποι. Τρώνε και πίνουν με τους Τούρκους και μετά τους κατηγορούν. Εγώ δεν θέλω να ζήσω έτσι”.

Θα με ακολουθήσουν κι άλλες

Η Ε. πιστεύει πως η πράξη της να κλεφτεί με τον αλλόθρησκο αγαπημένο της θα δώσει θάρρος σε άλλα δυο κορίτσια για να πράξουν το ίδιο. Θεωρεί αυτονόητο πως από τη στιγμή που τα παιδιά των Ελληνοκυπρίων αναγκάστηκαν να φοιτήσουν στο Γυμνάσιο (και Λύκειο) του κατεχόμενου Ριζοκαρπάσου, ήταν θέμα χρόνου να δημιουργηθούν και ερωτικές σχέσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και εποίκων. Άλλωστε σημειώνει, στην ειλικρινή συζήτηση που είχαμε μαζί της, πως οι μισοί συμμαθητές της είναι συγγενείς της, με τους άλλους μισούς δεν έχει χημεία, είναι λοιπόν αυτονόητο για την ίδια πως ο άντρας που θα διάλεγε για να φτιάξει οικογένεια από τη στιγμή που θα έμενε στο Ριζοκάρπασο θα ήταν έποικος. Ο σύντροφος της Ε. ακούει τη συζήτησή μας και προσπαθεί να καταλάβει. Ζητήσαμε από την Ε. να του μεταφράζει (μιλά άπταιστα τουρκικά) παράλληλα τα όσα διαμείβονται μεταξύ μας. Φαίνεται ένας γλυκύτατος άνθρωπος, στον οποίο οι γονείς της Ε. έχουν φορτώσει την απαγωγή της κόρης τους. Ο παππούς και η γιαγιά, τους οποίους συναντήσαμε λίγο πριν, κάνουν μάλιστα λόγο για λύτρα. Όταν ακούει την αφήγησή μας -μιαν ιστορία που έχει ακούσει πολλές φορές προφανώς- γελάει ειρωνικά, αλλά και με συγκατάβαση, δείχνοντας πως τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ισχύει. “Αγαπιόμαστε και θέλουμε να είμαστε μαζί. Τίποτα άλλο δεν κρύβεται πίσω απ’ αυτή την απαγωγή. Κι αν την έκλεψαν την Ε. είναι γιατί ήταν το όνειρό της, ο πρίγκιπας της ζωής της να την κλέψει”.

“Έκαναν μάγια στην κόρη μας και θέλουν να μας σκοτώσουν”

Όταν φτάσαμε στο σπίτι της Ε. στο Ριζοκάρπασο, βρήκαμε παρκαρισμένο απ’ έξω ένα περιπολικό. Ο αστυνομικός ήταν στην κουζίνα κι έπινε καφέ με τη γιαγιά της Ε. Μαζί τους καθόταν και μια μαντηλοφορούσα έποικος. Δεν αρνήθηκαν να μας μιλήσουν, ετοίμασαν καφέ και καθίσαμε στην αυλή, με τη γιαγιά και τη μητέρα.
“Εκάμαν της μάγια, μια μάγισσα στου Μόρφου, και τώρα δεν μπορεί να φύγει από μακριά του”, μας είπαν και το πίστευαν. Τους το ‘πε η γειτόνισσα η Τουρκάλα, όταν πρόσεξε πως κάτω από τη φωτογραφία της Ε. στο σαλόνι είχε χώμα! Πολύ ασυνήθιστο για ένα καθαρό σπίτι. Το ίδιο πρωί που τους επισκεφθήκαμε, είχαν πάει σε μια γυναίκα στο Βαρώσι για να τους λύσει τα μάγια. Η γυναίκα τούς είπε όσες δυστυχίες τους έτυχαν τα τελευταία χρόνια, επιβεβαιώνοντας το αληθές της τέχνης της, μα δεν μπορεί να λύσει τα μάγια, αν δεν είναι και η Ε. μαζί. Τώρα φοβούνται πως μόλις ενηλικιωθεί η Ε. θα την πάρουν στην Τουρκία κι εκείνοι θα την χάσουν για πάντα – έτσι τους μήνυσε, λένε, ο πατέρας του νεαρού έποικου.

Μας απειλούν

Η μητέρα μπαίνει για λίγο στο σπίτι κι επιστρέφει με μια φωτογραφία εκτυπωμένη από ηλεκτρονικό υπολογιστή. Είναι ο Ε. (ο γαμβρός τους) σε μια φτιαχτή πόζα, αιμόφυρτος από σφαίρα στο μέτωπο. “Έτσι την απειλούσαν, ότι θα παιχτεί ή θα μας παίξει. Της έστελναν μηνύματα συνέχεια τους τελευταίους τρεις μήνες στο ίντερνετ. Κι εμάς μας απειλούσαν, μας έκοψαν τα φρένα, μας έσπασαν τα τζάμια, τώρα λένε θα μας κάψουν το σπίτι”.

Εξάλλου, λένε, δεν το περίμεναν να φύγει, δεν ήταν φυσικό. Η Ε. μετρούσε τις μέρες για να τελειώσει η χρονιά και να έρθει στις ελεύθερες περιοχές να σπουδάσει, να γίνει ψυχολόγος ή δασκάλα. Μαθήτρια άριστη και σοβαρή και με παρουσία μετρημένη στο χωριό. Όπως κι ο μικρότερος αδερφός της, έτσι κι η Ε. δεν έβγαινε ποτέ έξω μόνη της, λέει η μητέρα, και μιλούσε μονάχα με τις φίλες που έρχονταν να την δουν στο σπίτι. Με τον Ε. έβλεπαν ότι κάτι υπήρχε, απ’ την πλευρά του μόνο, κι η κόρη τους είχε εκνευριστεί με το επίμονο φλερτ.

Και τώρα πάει σχεδόν ένας μήνας που η Ε. δεν βρίσκεται κοντά τους, ζει μαζί του σε ένα σπίτι “ερείπιο, βρόμικο, γιατί είναι γύφτοι Τούρκοι αυτοί”, λέει η γιαγιά, συγκρατώντας τα δάκρυά της. “Κλαίμε όλη μέρα. Ήταν το κλωνάρι μας, μόνο εκείνην έχουμε. Μαραζώσαν όλοι στο χωριό, κι οι πέτρες κι οι Τούρκοι κι οι Χριστιανοί κι οι Κούρδοι μαράζωσαν”.
Υπνωτισμένες

Ενώ μιλάμε, μία άλλη Ελληνοκύπρια έρχεται στο σπίτι για να συμπαρασταθεί στην οικογένεια για το κακό που την βρήκε. Πιστεύει και αυτή στα μάγια. Δεν εξηγείται διαφορετικά το γεγονός ότι η Ε., η οποία έκανε παρέα με την κόρη της και ήταν ένα συνεσταλμένο κορίτσι, θα πήγαινε με έναν Τούρκο. Η κόρη της συγχωριανής φοβάται ότι θα την κλέψουν κι αυτήν οι Τούρκοι. Γι’ αυτό τα βράδια κοιμάται μαζί με τη μητέρα της.

Αν δεν ήταν τα μάγια, λένε, θα είχε ήδη γυρίσει, είναι άλλοι άνθρωποι οι έποικοι, άλλα έθιμα, και μισούν τη θρησκεία μας. Παλιότερα άλλες δυο γυναίκες είχαν φύγει με Τούρκους και μετά από καιρό επέστρεψαν. Στο χωριό λένε ότι τις είχαν υπνωτίσει με φάρμακο κι έγινε “το κακό”.

Μάλιστα η Αλεξία, που πριν 15 χρόνια παντρεύτηκε τον έποικο, κατάφερε να χωρίσει. Τα παιδιά της, γόνοι Τούρκων, έμειναν με τον πατέρα τους. Δεχόταν, υποστηρίζουν, μεγάλη καταπίεση. Την κτυπούσε και την ανάγκαζε να πιστεύει στον Αλλάχ. “Ακόμη κι αν πήγε με αγάπη, τη θέλουμε πίσω”, λέει η γιαγιά, “έχουμε όνειρα για αυτήν, να τη σπουδάσουμε”. Πήγαν για χάρη της και στο Προεδρικό και ζήτησαν από την Έλση να βοηθήσει, μα απόκριση ακόμα δεν πήραν. Κι ο Ταλάτ, όταν βρέθηκε το περασμένο Σάββατο στην κοινότητα, του μίλησαν για το θέμα, για να τους πει ότι δεν έχει καμία απάντηση. Κι η αστυνομία, που είναι όλη μέρα έσω τους για καφέ; “Δεν βοήθησαν, είναι κι αυτοί στο παιχνίδι. Όταν έφυγε και τους καλέσαμε να κλείσουν τους δρόμους, εν εκάμαν τίποτε”, απαντά η μητέρα.

Ήταν φυσιολογικό να πάρω Τούρκο

Όταν ζητήσαμε το πρωί, δια τηλεφώνου, να συναντήσουμε την Ε., εκείνη αρνήθηκε διακριτικά. Μα όταν ακούσαμε την οικογένεια και τον ιερέα της κοινότητας να λένε πως πρόκειται για μια ιστορία ανεπίτρεπτη, θεωρήσαμε αναγκαίο να ακούσουμε και τη δική της γνώμη.

Χωρίς προειδοποίηση, αλλά και δίχως να γνωρίζουμε πού μένει με την οικογένεια του Ε., πήραμε τους δρόμους στο Ριζοκάρπασο και ρωτούσαμε τους κατοίκους πού μπορούμε να τους βρούμε. Μετά από απανωτές ερωτήσεις και ενώ είχαμε ήδη πάρει την ανηφόρα, απομακρυνόμενοι από το χωριό, συναντήσαμε έναν φίλο των παιδιών, τον Οσμάν, που αυθόρμητα μπήκε στο αυτοκίνητο και μας οδήγησε στο σπίτι.

Ήταν όνειρό της

Τα παιδιά μάς υποδέχθηκαν με μια έκπληξη αρχικά, αλλά σίγουρα με φιλόξενη διάθεση. Ζουν σε ένα παλιό σπίτι, λιτό και γεμάτο χαλιά, μα πεντακάθαρο. Μας φάνηκε παράξενο, γιατί στο σπίτι της νύφης μάς είχαν πει πως πρόκειται για γύφτους. Εκείνη μας μιλούσε ήρεμα και απλά, φαινόταν πολύ συνειδητοποιημένη με αυτό που έκανε. Πού και πού μετέφραζε τις ερωτήσεις μας στον Ε., που καθόταν στην άκρη του τραπεζιού ήσυχος και χαμογελαστός, δίχως ίχνος διάθεσης υπεροχής ή έχθρας. “Ήμασταν τρία χρόνια μαζί. Πριν ένα χρόνο οι δικοί μου έμαθαν για τη σχέση, το συζητήσαμε, δεν τον ήθελαν με τίποτα κι εγώ έκανα υπομονή. Τον τελευταίο καιρό όμως η κατάσταση είχε ξεφύγει, η μάνα μου τον έβλεπε στο δρόμο και τον έβριζε. Δεν άντεξα άλλο κι έφυγα. Ήταν όνειρό μου να με κλέψουν κι αυτά που λένε για μάγια είναι πελλάρες”. Δεν την ενοχλεί που είναι έποικος, απ’ εκείνους που κουβάλησαν στο νησί οι εισβολείς; “Όχι, ήταν πάρα πολύ φυσιολογικό να πάρω Τούρκο. Και ποιον να πάρω; Οι μισοί Ελληνοκύπριοι στο Ριζοκάρπασο είναι άσχημοι κι οι άλλοι μισοί είναι συγγενείς μου. Ο καθένας έχει τα δικά του πιστεύω”, λέει. Άλλωστε για την ίδια δεν είναι Τούρκος. Είναι Κύπριος, εδώ μεγάλωσε.

Κακές σχέσεις

Με την οικογένειά της οι σχέσεις είναι μοιρασμένες. Με τον πατέρα σιγά σιγά τα βρίσκουν και φαίνεται πως αποδέχεται την επιλογή της. Και με τη μάνα του, τη γιαγιά της, που μένει εκεί κοντά, επίσης καλά, το αποδέχτηκε κι εκείνη από την αρχή. “Τον αγαπάς, τον πήρες, έληξε”, της είπε. Με την οικογένεια της μητέρας της, όμως, οι σχέσεις είναι κακές. “Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τη μάνα μου. Τώρα, μετά που έφυγα, όποτε πήγαινα στο σπίτι, με έβριζαν και σταμάτησα να πηγαίνω”. Τους καταλογίζει και διπλοπροσωπία, ότι τρώνε και πίνουν μαζί με τους έποικους και μετά γυρίζουν και τους κατηγορούν. Εκείνοι είναι, λέει, που τους απειλούν, και τους κοροϊδεύουν και τους σπάνε τα τζάμια. Όσο για το μέλλον, το μόνο σίγουρο είναι ότι θα δώσει εξετάσεις να τελειώσει το σχολείο και μετά θα αποφασίσουν με τον Ε. αν θα μείνουν στην Καρπασία ή αν θα έρθουν στις ελεύθερες περιοχές, να σπουδάσει. Εκείνος, σπουδαγμένος ηλεκτρολόγος, δεν εργάζεται. Προς το παρόν, απολαμβάνουν τη ζωή μαζί, θεωρώντας ότι άνοιξαν το δρόμο για παρόμοιες πρωτοβουλίες. “Νομίζω ότι έδωσα το παράδειγμα. Τώρα περιμένω άλλες δυο κοπέλες να φύγουν με Τούρκους”, καταλήγει η μικρή πριν μας αποχαιρετήσει απ’ το προαύλιο του σπιτιού.