8 minutes
Γυναίκες και σεξισμός στην Κυπριακή κοινωνία
Χαζεύοντας στο facebook τις προάλλες, είδα δυο απανωτά status updates από δυο φίλες που δείχνουν πολύ χαρακτηριστικά το χάσμα μεταξύ αντρών-γυναικών στην Κύπρο. Η πρώτη, έγραφε ότι πήγε σε συνέντευξη για δουλειά και αφού προσλήφθηκε της ανακοίνωσαν ότι το αφεντικό θα χαρεί ιδιαιτέρως για την πρόσληψη της λόγω του όμορφου παρουσιαστικού της. Η δεύτερη, περιέγραφε πως ενώ δούλευε, μπήκε κάποιος άντρας συνεργάτης στο γραφείο και βλέποντας ότι ήταν η μόνη γυναίκα παρούσα, της παρήγγειλε καφέ. Το κερασάκι στην τούρτα, έβαλε η πρόσφατη είδηση που θέλει το χάσμα απολαβών μεταξύ ανδρών και γυναικών στην Κύπρο, να είναι το μεγαλύτερο στην Ευρώπη.
Το πλέον εύκολο πράγμα που μπορούμε να κάνουμε είναι να φταίξουμε αποκλειστικά τους άντρες για το χάσμα αυτό. Η πρώτη (και απαίδευτη) εκτίμηση θα ήταν ότι αφού ζούμε σε μια πατριαρχική κοινωνία, είναι λογικό η θέση των γυναικών είναι υποβαθμισμένη. Αν όμως μείνουμε σε αυτή την αρχική εκτίμηση, δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τις ιστορικές καταβολές και άρα και τη συνέχεια αυτής της σχέσης, αλλά ούτε και τις συμπεριφορές των ομάδων που την συντηρούν. Στις επόμενες παραγράφους θα προσπαθήσω πρώτα να αναφέρω επιγραμματικά τα χαρακτηριστικά που συνιστούν την Κυπριακή κοινωνία ως σεξιστική. Στη συνέχεια, θα ισχυριστώ ότι παρόλο που κατά μέσο όρο η γενιά μου είναι σε καλύτερη εκπαιδευτική, οικονομική και κοινωνική κατάσταση από τις προηγούμενες, παραμένει επηρεασμένη από τις στερεότυπες σεξιστικές αντιλήψεις των προηγούμενων γενιών. Κλείνοντας θα εισηγηθώ δυο τρόπους με τους οποίους μπορούμε να βελτιώσουμε την υφιστάμενη κατάσταση.
Σεξισμός στην κοινωνία
Στην Κυπριακή (και όχι μόνο) κοινωνία, βλέπουμε ότι ο διαμοιρασμός των θέσεων εργασίας, αλλά και η αμοιβή που λαμβάνει η κάθε εργασία είναι σεξιστικά διαχωρισμένος. Με άλλα λόγια, οι άντρες επιλέγουν συστηματικά συγκεκριμένες –διαφορετικές– δουλειές απ’ ότι οι γυναίκες. Παράλληλα, συστηματικά περισσότερες γυναίκες εξαιρούν τους εαυτούς τους από την αγορά εργασίας για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους και σε περίπτωση διαζυγίου, στατιστικά περισσότερες γυναίκες ζητούν την επιμέλεια του παιδιού.
Παρόλο που πολλές φορές οι ώρες εργασίας μιας γυναίκας είναι πολλαπλάσιες ενός άντρα, η αμοιβή είναι κατά πολύ μικρότερη, καθώς η οικιακή εργασία δεν θεωρείται άξια αμοιβής.
Την ίδια στιγμή, ο όλος θεσμός της εργασίας είναι κομμένος και ραμμένος στα μέτρα των αντρών: από τη μια έχουμε την κοινωνία που επιβάλλει ότι οι γυναίκες είναι οι κύριες υπεύθυνες για το μεγάλωμα των παιδιών και από την άλλη έχουμε τους άγραφους εργασιακούς κανόνες που επιβάλλουν ότι μια επιτυχημένη καριέρα χρειάζεται τουλάχιστον 50 ώρες εργασίας ανά εβδομάδα. Αν δηλαδή λάβουμε υπόψη ότι τα παιδιά βρίσκονται στο σχολείο και άρα εκτός της ζώνης ευθύνης της μητέρας/γυναίκας μόνο 30 ώρες την εβδομάδα, τότε 10 με 20 ώρες [απλήρωτης οικιακής εργασίας] χωρίζουν κάθε μητέρα από μια επιτυχημένη καριέρα η οποία θα μπορέσει να της δώσει ουσιαστική αυτονομία από τον άντρα, του οποίου η εργασία είναι και πιο επικερδής καθώς περιορίζεται εκτός σπιτιού και άρα αμείβεται.
Κατευθυνόμενες Επιλογές
Γιατί όμως οι γυναίκες επιλέγουν να γίνουν δασκάλες αντί μηχανικοί υπολογιστών ή νοσοκόμες αντί γιατροί; Ποιά είναι η κοινωνική λογική που επιβάλλει αυτή τη συλλογική αντίδραση-επιλογή;
Η εκτίμηση μου είναι ότι λόγω της έλλειψης κοινωνικών υποδομών για επαναφορά των γυναικών στην αγορά εργασίας μετά από την άδεια εγκυμοσύνης, αυτές αναγκάζονται να επιλέγουν δουλειές τις οποίες μπορούν να διακόψουν και να συνεχίσουν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Οι απαιτητικές “δουλειές καριέρας” δηλαδή απορρίπτονται καθώς δεν υπάρχουν μηχανισμοί επανένταξης των γυναικών στην αγορά εργασίας. Μια γυναίκα που έχει γεννήσει δεν έχει τη δυνατότητα κάλυψης του γνωσιακού κενού που άφησε η αποχή της από ένα απαιτητικό χώρο εργασίας.
Επιπρόσθετα οι ίδιες οι γυναίκες έχουν εσωτερικεύσει την αντίληψη που έχει η υπόλοιπη κοινωνία για το άτομο τους. Για παράδειγμα, πολλές γυναίκες θεωρούν ότι η επιλογή τους να μείνουν σπίτι να μεγαλώσουν τα παιδιά τους θα βοηθήσει την οικογένεια τους και έτσι δεν αντιμετωπίζουν την οικονομική εξάρτηση τους ως πρόβλημα. Παραχωρούν δηλαδή την αυτονομία τους (φαινομενικά) οικειοθελώς, χωρίς να αντιλαμβάνονται το βάρος της επιλογής τους, μόνο και μόνο επειδή η κοινωνία τις θέλει απομακρυσμένες από τον δημόσιο χώρο.
Ένα κλασσικό παράδειγμα της εσωτερίκευσης της αντίληψης της κοινωνίας είναι μια γυναίκα που πιστεύει ότι μόνο εκείνη είναι σε θέση να μαγειρέψει και να σιδερώσει (καλά). Η γνώση αυτή την κάνει να νοιώθει αφενός ικανοποιημένη που η ίδια μπορεί να παρέχει αυτές τις υπηρεσίες στην οικογένεια της και αφετέρου οίκτο/συμπάθεια για τον σύντροφο της που δεν είναι σε θέση να σιδερώσει, να καθαρίσει ή να μαγειρέψει. Η ίδια έχει δεχτεί αυτή την κατάσταση ως δεδομένη, παρόλο που δεν υπάρχει καμιά επιστημονική ένδειξη που να εισηγείται ότι οι άντρες δεν είναι σε θέση να μαγειρέψουν τόσο καλά όσο οι γυναίκες. Ως εκ τούτου, το στερεότυπο αυτό με το οποίο δικαιολογεί η συγκεκριμένη γυναίκα τη συμπεριφορά της, συντηρείται αποκλειστικά λόγω της προαναφερθείσας εσωτερίκευσης.
Ακόμα όμως κι αν οι γυναίκες αντιληφθούν ότι συγκεκριμένες αντιλήψεις ή συμπεριφορές τους είναι αποτέλεσμα κοινωνικής επιβολής, δεν σημαίνει ότι θα σταματήσουν να τις έχουν. Μπορεί για παράδειγμα κάποια γυναίκα να αντιλαμβάνεται ότι ο λόγος που θεωρεί κομψό ένα ζευγάρι γόβες οφείλεται αποκλειστικά στην αντίληψη που έχει η κοινωνία για τις γόβες. Η συνειδητοποίηση όμως των αιτιών που καθιστούν συγκεκριμένες επιλογές ελκυστικές, δε σημαίνει ότι αλλάζει αυτές τις επιλογές. Δε σημαίνει δηλαδή, ότι ξαφνικά η εν λόγω γυναίκα θα θεωρεί τις γόβες άσχημες.
Με λίγα λόγια, το τί θεωρούμε επιλογή μας είναι πολύ σχετικό γιατί συχνά επιλέγουμε βάση της γνώσης μας και των συνθηκών που έχουμε διαθέσιμες. Ένας φτωχός που σκέφτεται τί αυτοκίνητο να αγοράσει, θα απορρίψει μια ferrari επειδή δεν έχει τα λεφτά να την αγοράσει και την ίδια ώρα ενδεχομένως να εκλογικεύσει την απόφαση του ισχυριζόμενος ότι η ferrari είναι υλιστική επιλογή, παρόλο που αν κέρδιζε μερικά εκατομμύρια θα την αγόραζε. Έτσι λοιπόν συμβαίνει και με πολλές γυναίκες. Υποβαθμίζουν τους στόχους τους λόγω των μειωμένων επιλογών που έχουν. Με τον ίδιο σκεπτικό που ο γιος ενός αγρότη σε ένα απομακρυσμένο χωριό πιθανότατα θα συνεχίσει τη δουλειά του πατέρα του, έτσι και οι γυναίκες συντηρούν οι ίδιες σε μεγάλο βαθμό τη στάση της κοινωνίας απέναντι τους.
Το πιο μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν όμως οι σύγχρονες Κύπριες γυναίκες είναι ότι παρόλο το εκπαιδευτικό τους επίπεδο, αδυνατούν να εκτιμήσουν τις επιλογές τους καθώς δεν έχουν αναπτύξει τις βασικές ικανότητες που χρειάζονται για το σκοπό αυτό. Ο τρόπος με τον οποίο η κυπριακή οικογένεια γαλούχισε τις γυναίκες της γενιάς μου τους έχει στερήσει την ικανότητα να αντιληφθούν στο έπακρο τις επιλογές οι οποίες ανοίγονται μπροστά τους. Ως αποτέλεσμα η πλειοψηφία των γυναικών τις γενιάς μου δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι δεν χρειάζεται να υιοθετήσει το μοντέλο που καθόρισε η κοινωνία. Για παράδειγμα, παρόλο που πολλές γυναίκες έχουν όνειρα και επαγγελματικές βλέψεις, παρόλα αυτά η απόλυτη καταξίωση για αυτές είναι εκείνη που τους επέβαλε η κοινωνία στα πρώτα χρόνια της ζωής τους, ότι δηλαδή για κάποιο λόγο όλοι είμαστε ταγμένοι στον σκοπό του γάμου (και άρα στο μοντέλο υποταγής που αναφέρθηκε πιο πάνω), ο οποίος αποτελεί και την απόλυτη καταξίωση.
Τί μπορούμε να κάνουμε;
Ποιές είναι όμως οι επιλογές μας; Τι μπορούμε να κάνουμε σαν κοινωνία; Τι πρέπει να γίνει για να καταρριφθεί το μοντέλο οικογένειας όπου ο άντρας είναι ο άρχοντας του σπιτιού και η γυναίκα μια διασταύρωση καθαρίστριας, νταντάς, και μαγείρισσας.
(α) Διαμοιρασμός αμοιβής
Μια από τις λύσεις θα ήταν η αμοιβή της οικιακής εργασίας της γυναίκας ούτως ώστε να μην είναι εξαρτημένη οικονομικά από τον άντρα. Όταν λέμε “διαμοιρασμό αμοιβής”, δεν εννοούμε την πενιχρή σύνταξη του κράτους, αλλά τον ίσο διαμοιρασμό των εσόδων του άντρα, καθώς η γυναίκα είναι υπεύθυνη για το σταθερό περιβάλλον που ο άντρας απολαμβάνει και που τον καθιστά σε θέση να φέρει εις πέρας τις εργασίες του, χωρίς να ανησυχεί για το διάβασμα των παιδιών, το σιδέρωμα, το καθάρισμα, το πλύσιμο, το φαγητό, το συγύρισμα κτλ. Η γυναίκα δηλαδή πρέπει να πάψει να είναι αφιλοκερδώς υπεύθυνη για την παροχή της απαιτούμενης υποδομής που χρειάζεται ο άντρας για να κάνει τη δουλειά του.
Με τον διαμοιρασμό αυτό, η γυναίκα θα επανακτήσει την οικονομική της αυτονομία και θα είναι σε θέση να μπορέσει η ίδια να επιλέξει τη ζωή που θέλει, ξεπερνώντας το εμπόδιο της οικονομικής εξάρτησης. Με κινήσεις σαν κι αυτή, οι γυναίκες θα μπορέσουν να διεκδικήσουν χώρο στα κοινά και να βγουν από το σπίτι ως ίσες προς ίσους, παρά ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
(β) Φεμινιστική αγωγή
Την ίδια ώρα, χρειάζεται εξειδικευμένη αγωγή για τα αγόρια και τα κορίτσια. Τα κορίτσια χρειάζονται ενθάρρυνση για να θεωρήσουν τους εαυτούς τους ίσους με τα αγόρια, τα οποία χρειάζεται να καταλάβουν ότι δεν έχουν αναβαθμισμένο ρόλο απέναντι στα κορίτσια. Πρακτικές του τύπου “τα κορίτσια παρακολουθούν μάθημα οικιακής οικονομίας και τα αγόρια μάθημα σχεδιασμού και τεχνολογίας” πρέπει να εκλείψουν. Είναι αδιανόητο (και παράνομο σε ευρωπαϊκό επίπεδο) να γίνεται αυτό που συνέβαινε στο δικό μου γυμνάσιο όπου τα κορίτσια έπλεκαν την ώρα που τα αγόρια έπαιζαν ποδόσφαιρο ή παρακολουθούσαν μαθήματα τέχνης. Χρειάζεται δηλαδή παιδεία ούτως ώστε να “δημιουργηθούν” οι πολίτες του αύριο που θα μπορέσουν να ξεπεράσουν τις πεπαλαιωμένες σεξιστικές αντιλήψεις στις οποίες βασίζεται η κοινωνία.
Μόνο έτσι θα μπορέσουν οι γυναίκες να εκτιμήσουν πραγματικά τις επιλογές τους και μόνο έτσι θα μπορέσουν να αποκοπούν από τον ρόλο που τους χρεώνει η κοινωνία.
Αυτές οι δυο προτάσεις είναι η αρχή μιας σειράς ανάλογων μέτρων που μπορούν να ληφθούν αλλά που σε καμία περίπτωση δεν μπορούν από μόνες τους να λύσουν ένα τόσο περίπλοκο πρόβλημα. Χρειάζεται πολιτική βούληση και κοινωνική πίεση για να διεκδικήσουμε μια κοινωνία ισότητας, όπου η αμοιβή και η αναγνώριση που τυχαίνει ο καθένας να είναι ανάλογη της συνεισφοράς του. Χρειάζεται ο αγώνας για ισότητα να είναι παράλληλος και πολυδιάστατος ούτως ώστε κανένας και καμία να μην τυγχάνει αρνητικής μεταχείρισης λόγω του φύλου, της φυλής, του χρώματος ή των σεξουαλικών του/της προτιμήσεων.