Χθες, μετά από χιλιάδες χιλιόμετρα τρέξιμο, είχα την πρώτη και ελπίζω τελευταία μου πτώση. Βρέθηκα φαρδύς πλατύς στη μέση του δρόμου, ξαπλωμένος σε όλο μου το μεγαλείο στην περιοχή κοντά στο πανεπιστήμιο στην Αγλαντζιά. Σκόνταψα τρέχοντας σε ένα ανισόπεδο πεζοδρόμιο. Άγνωστο γιατί κάτι τόσο έκδηλα επικίνδυνο αποτελεί κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Την έβγαλα σχετικά καθαρή με μόνο μελανιάσματα και επιδερμικές πληγές. Εάν όμως περνούσε αυτοκίνητο το αποτέλεσμα θα ήταν άλλο.

Είμαι εξοργισμένος. Όχι τόσο με τα συγκεκριμένα θέματα του δημαρχείου, όσο με την προβληματική αντίληψη του τί θεωρείται ανάπτυξη στην Κύπρο αλλά και με τη γενικότερη περιφρόνηση της ασφάλειας, υγείας και ευημερίας των πολιτών. Δήμοι για τα αυτοκίνητα και όχι τους ανθρώπους, χωρίς ή με επικίνδυνα και κακοδιατηρημένα πεζοδρόμια, ποδηλατόδρομους και πεζόδρομους γεμάτους αυτοκίνητα και άλλα εμπόδια, γονείς οι οποίοι ελλείψει άλλων επιλογών σπρώχνουν παιδικά καροτσάκια στη μέση του δρόμου, και σχεδόν καθόλου υποδομές για άτομα που χρησιμοποιούν τροχοκάθισμα και τα οποία αντιμετωπίζονται ως πολίτες τρίτης κατηγορίας.Η αδιαφορία όμως αυτή εκφράζει ένα συλλογικό πρόβλημα, το οποίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τους οδικούς θανάτους που βλέπουμε, με τα εργασιακά ατυχήματα που πληθαίνουν, με τους πολλούς νεκρούς στρατιώτες, θύματα της ανικανότητας της Εθνικής Φρουράς και πολλά άλλα.

Δεν ξέρω πως φτάσαμε ως εδώ. Δεν αντιλαμβάνομαι πως με τόσα έξυπνα, ικανά άτομα, πως δεν καταφέραμε να ξεφύγουμε από αυτή τη νοοτροπία, πως παραμένουμε μια ατομικιστική κοινωνία που αδιαφορεί για ό,τι δε μας ενδιαφέρει άμεσα. Δεν έχω λύσεις τώρα, μόνο οργή.