Μπαίνω συχνά σε πολιτικές και θρησκευτικές συζητήσεις με αγνώστους κατά παράβαση των συμβουλών αρχικά της μάνας μου και μετέπειτα της συζύγου μου που επιμένουν ότι δεν υπάρχει λόγος να αναστατώνομαι και να αναστατώνω τρίτους. Η Κύπρος, άλλωστε, είναι μικρή και δεν πρόκειται να την αλλάξω.

Φοβάμαι, όμως, μη χαθώ στη ρουφήχτρα του μικρόκοσμου των ομοϊδεατών μου, εκείνων των καλών φίλων και γνωστών από τους οποίους περιβάλλομαι και με τους οποίους συμφωνώ στα πλείστα πολιτικά και κοινωνικά θέματα. Φοβάμαι μη χάσω επαφή με την ευρύτερη κοινωνία που ενδεχομένως (τί ενδεχομένως, σίγουρα λέμε) να μη μοιράζεται τις απόψεις και εμπειρίες μου ή πιο συχνά και τα δυο.

Έτσι, συχνά κουβεντιάζω με Παϊσιόπληκτους, θιασώτες θεωριών συνωμοσίας που με την πρώτη ευκαιρία θα αναλύσουν τα εσώψυχα του Πούτιν, άτομα που γυρεύουν σωτηρία σε ομοιοπαθητικούς, νεαρούς γονείς που δε θέλουν να εμβολιάσουν τα παιδιά τους για να μην ενδώσουν στις φαρμακευτικές, πυροβολημένους που θέλουν “να κτυπήσουμε την Τουρκία τώρα που είναι αποδυναμωμένη” και άτομα των οποίων η ζωή περιορίζεται στην Ομόνοια, το ΑΠΟΕΛ, ή άλλα single causes.

Νοιώθω ματαιότητα. Είναι πολλές οι φορές που δεν έχω τη δύναμη να εξηγήσω το αυτονόητο, που δε μπορώ, λόγου χάρη, να εξηγήσω γιατί πρόκειται περί παροιμιώδους βλακείας το να αφήνεις εκτεθειμένο το παιδί σου σε αρρώστιες που η ανθρωπότητα δάμασε εδώ και δεκαετίες, γιατί δεν είναι καλή ιδέα να καταναλώνεις αντιβιοτικά σαν καραμέλες, γιατί δε γίνεται να παρκάρεις στα πεζοδρόμια ή να καπνίζεις σε κλειστούς χώρους έστω αν όλοι το κάνουν και γιατί είναι κατακριτέο να σκοτώνεις και να τρως υπό εξαφάνιση ζώα και πουλιά καταστρέφοντας την πανίδα του τόπου σου.

Η ματαιότητα όμως είναι δειλία. Το σθένος του να υπερασπίζεσαι ξανά και ξανά αυτό που εσύ θεωρείς σημαντικό είναι πράξη επαναστατική.