Το γλωσσάρι είναι non-issue το οποίο ανέδειξαν σε μείζον θέμα πολιτικοί και ΜΜΕ, κυρίως προσκείμενοι στο ΔΗΚΟ και το κυβερνητικό στρατόπεδο, χρησιμοποιώντας γερές δόσεις παραπληροφόρησης, ως βολική μετατόπιση της κοινής γνώμης την επομένη της ψήφισης των νομοσχεδίων για τον συνεργατισμό. Είναι non-issue καθώς όλοι εμείς που συναναστρεφόμαστε με Κύπριους της άλλης κοινότητας υιοθετούμε ήδη ένα ad hoc γλωσσάρι, αποκλείοντας πολωτικές ρητορικές που αποτελούν τροχοπέδη στην επικοινωνία ατόμων που οραματίζονται μια κοινή πατρίδα παρά ένα κράτος Ελληνοκυπρίων. Γιατί προφανώς όταν ένας Τουρκοκύπριος φίλος αναφέρεται σε ειρηνευτική επέμβαση της Τουρκίας, ξέρει πολύ καλά ότι η οποία υγιής συζήτηση αποκλείεται εκ προοιμίου, όπως και εγώ ξέρω ότι χρησιμοποιώντας τον όρο κατοχικός ηγέτης, εμπνευσμένο από τους δημοσιογράφους του ΔΙΑ, αποξενώνω τον συνομιλητή μου.

Διαφωνίες υπάρχουν, και θα υπάρχουν ως συστατικό μιας δημοκρατικής κοινωνίας, όμως οι προσπάθειες λογοκρισίας της όποιας συζήτησης, κυρίως από εκείνους που χρησιμοποιούν τη γλώσσα για να αποκλείσουν τον άλλο, είναι άκρως αντιδημοκρατικές, όπως είναι και η συνειδητή παρερμηνεία του γλωσσαρίου ως επιβαλλόμενο κώδικα επικοινωνίας. Το γλωσσάρι είναι ιδιαίτερα χρήσιμο καθώς χαρτογραφεί πως η γλώσσα ως εργαλείο μπορεί να δουλέψει εποικοδομητικά ή πολωτικά. Τίποτε περισσότερο. Η χρήση της γλώσσας παραμένει εργαλείο του κάθε χρήστη της.

Αυτό που βιώνουμε τις τελευταίες μέρες είναι την προσπάθεια των θιασωτών του status quo να επιβάλουν το δικό τους γλωσσάρι, λογοκρίνοντας τους διαφωνούντες που αντιτίθενται στις δεκαετίες nation-building ρητορικής που καλλιεργείται στα σχολεία, τα στρατόπεδα, τις εκκλησίες, τα ραδιόφωνα, τις τηλεοπτικές εκπομπές και τα στασίδια μνημοσύνων από τα οποία πολιτικοί και δημοσιογράφοι απευθύνονται στο πόπολο. Έτσι για να λέμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Οι δε επιθέσεις που δέχονται οι συγγραφείς του γλωσσαρίου τις τελευταίες μέρες, οι οποίες αποτελούνται από βρισιές μέχρι απειλές κατά της ζωής τους, μόνο φασιστικές μπορεί να χαρακτηριστούν.