Είμαστε οι χαμένοι του κυπριακού. Μερικοί από εμάς πιο χαμένοι από άλλους. Οι νικητές, λίγοι· κυρίως κάποιοι πολιτικοί και δημοσιογράφοι που έστησαν καριέρα στην ιδέα της μίζερης, μισής Κύπρου και του “άλλου” ως αιώνιου εχθρού. Οι υπόλοιποι κύπριοι βιώνουμε τις συνέπειες ενός μεταβλητού status quo με τους μισούς, τους τουρκόφωνους κύπριους, να βιώνουν τη σταδιακή μετατροπή τους σε μειονότητα εντός μιας άλλης μειονότητας και τους άλλους μισούς, εμάς τους ελληνόφωνους κύπριους, να ζουμε σε ένα κράτος που, με πρόφαση τη διαίρεση που προέκυψε μετά τις σφαγές της δεκαετίας του 1960 και της εισβολής του 1974, κάνει εκπτώσεις τόσο στην υιοθέτηση όσο και στην εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, παραβιάζοντας επιπλέον βασικές αρχές χρηστής διοίκησης. Με άλλα λόγια, είμαστε και οι δυο αντιμέτωποι με τις συνέπειες της δημογραφικής αλλοίωσης του νησιού, μεγαλώνοντας τα  παιδιά μας σε κουτσουρεμένες πολιτείες, δημοκρατικά ελλιπείς.

Επιπλέον, κάποιοι από εμάς, όσοι πίστεψαν στην επανένωση, προσπάθησαν γι’ αυτήν, μα πρωτίστως εναποθέτησαν ελπίδες στην ιδέα της ειρηνικής συμβίωσης όλων των κατοίκων του νησιού στα πλαίσια μιας ευημερούσας, επανενωμένης κύπρου, είναι διπλά χαμένοι. Κι ο χαμός αυτός, είναι ένα τραύμα που δε λέει να επουλωθεί. Εξού και στη μετά-Κρανς Μοντάνα εποχή, οι συναντήσεις των γνώριμων πλέον ατόμων που κατά καιρούς βρέθηκαν δίπλα-δίπλα στις διάφορες εκδηλώσεις υπέρ της επανένωσης, θυμίζουν μνημόσυνα.

Παραταύτα, οι συνάξεις αυτές λειτουργούν καταπραϋντικά έναντι του τραύματος του χαμού της ειρήνης ως προοπτικής. Οι συγκεντρώσεις των χαμένων έχουν πολλές φορές συγκεκαλυμμένο χαρακτήρα ομαδικής ψυχοθεραπείας, με τους συμμετέχοντες ενίοτε να φεύγουν ελαφρύτεροι, χωρίς το βάρος της αποτυχίας αλλά με ανανεωμένη ελπίδα, συνειδητοποιώντας ότι αν όντως η διχοτόμηση ήταν αναπόφευκτη, τότε αυτοί δεν θα βρίσκονταν εκεί.

Εν τέλει, η ελπίδα που συντηρεί μέσα του ο καθένας, έστω κι αν είναι κουτσουρεμένη και αποκομμένη από σύνολα και συντρόφους, λειτουργεί ως άξονας και κινητήριος δύναμη πολιτικής δραστηριότητας και αντίστασης, προσωπικής και συλλογικής. Κι έτσι μπορούμε να κοιταχτούμε στον καθρέφτη. Στο τέλος αυτό είναι που μετρά καθώς, είτε μας αρέσει είτε όχι, θα λογοδοτήσουμε στις επόμενες γενιές όντας υπόλογοι για το μέλλον που τους αφήνουμε.