Αυτές τις μέρες γίνεται λόγος για τα νηπιαγωγεία της αρχιεπισκοπής με αναφορές στα θρησκευτικά σχολεία άλλων χωρών (κυρίως του Η.Β.) χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα ότι οι γονείς μπορούν να κάνουν ότι θέλουν με τα παιδιά τους. Λίγες σκέψεις επί του θέματος όπως τις εξέφρασα στο twitter.

Ξεκινάμε με το πρώτο: ότι οι γονείς μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν με τα παιδιά τους. Σε ένα βαθμό σωστό· παραδοσιακά οι γονείς μεταδίδουν γνώσεις, δεξιότητες και πιστεύω στα παιδιά τους, κάποτε λανθασμένα και εις βάρος αυτών. Όμως η ‘ελευθερία’ αυτή των γονιών δεν είναι απόλυτη. Tα παιδιά χρειάζονται κάποιες συγκεκριμένες γνώσεις και δεξιότητες για να μπορέσουν να γίνουν ισότιμα μέλη της κοινωνίας και να αδράξουν τις όποιες ευκαιρίες βρεθούν στο διάβα τους. Ελλείψει αυτών των γνώσεων/δεξιοτήτων, οι μελλοντικοί ενήλικες δε θα είναι σε θέση να συμμετέχουν ισότιμα στην κοινωνική/οικονομική/πολιτική ζωή του τόπου. Ως εκ τούτου καθίστανται ευάλωτοι λόγω των γνωστικών τους ελλείψεων.

Δεδομένου λοιπόν ότι ζούμε σε μια κοινωνία που προστατεύει τους ευάλωτους (τουλάχιστον στη θεωρία), δεν είναι απόλυτο δικαίωμα το κουτσούρεμα των παιδιών σε βαθμό που να τους αφαιρεί τη δυνατότητα να γίνουν ανεξάρτητα μέλη του κοινωνικού συνόλου. Για παράδειγμα δεν είναι επιλογή σου να μην εγγράψεις το παιδί σου σε σχολείο κρατώντας το αναλφάβητο, αφενός γιατί αυτό αντικρούεται με τα δικαιώματα του παιδιού και αφετέρου επειδή έχει αρνητικές επιπτώσεις που αφορούν το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.

Αυτοί είναι και οι λόγοι που το κράτος οφείλει να έχει έλεγχο όλων των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που αφορούν παιδιά, είτε απαιτώντας όπως τα ιδιωτικά σχολεία ακολουθούν ένα βασικό πρόγραμμα μαθημάτων είτε με στενή παρακολούθηση και αξιολόγηση για να πιστοποιηθεί ότι τα παιδιά κατακτούν τα αναπτυξιακά ορόσημα της κάθε ηλικία (developmental milestones).

Όταν δε το κράτος χρηματοδοτεί τα εν λόγω σχολεία, όπως φαίνεται να γίνεται στην προκειμένη περίπτωση με τα νηπιαγωγεία της αρχιεπισκοπής που εξ όσων αντιλαμβάνομαι είναι κοινοτικά, τότε η απαίτηση αυτή δε θα έπρεπε, νομίζω, να ήταν διαπραγματεύσιμη. Και μόνο που συζητάμε αν η εκκλησία θα έχει απόλυτο δικαίωμα πάνω στα παιδιά δείχνει το θράσος και την αίσθηση entitlement του αρχιεπισκόπου καθώς και τη δουλοπρέπεια του πολιτικού κόσμου απέναντί του. Δείχνει επίσης και την αλαζονεία με την οποία αντιμετωπίζει το κράτος τους εποπτικούς θεσμούς, όπως είναι η Επίτροπος για τα Δικαιώματα του Παιδιού, η οποία έχει επανειλημμένα επισημάνει αρνητικά στις εκθέσεις της την απρόσκοπτη πρόσβαση που έχει η εκκλησία στα σχολεία.

Το ότι το Υπουργείο Παιδείας πρέπει να έχει τον έλεγχο της παιδείας, είτε αυτή παρέχεται σε δημόσια σχολεία, είτε σε ιδιωτικά, είτε σε σχολεία που έχουν θρησκευτικό στοιχείο, δε σημαίνει ότι σε επίπεδο Υπουργείου η κατάσταση είναι ρόδινη. Τα προβλήματα παραμένουν: το curriculum του Υπουργείου προωθεί την ελληνοχριστιανική κατήχηση, τα κριτήρια για τον διορισμό του Υπουργού Παιδείας τα ξέρουμε, και η παρείσφρηση των παπάδων στα σχολεία δεν έχει σταματημό. Αυτά, όμως, είναι κουβέντα για άλλη ώρα.

Τέλος να σημειώσω ότι έκανα επανειλημμένες αναφορές στο κοινωνικό σύνολο, γνωρίζοντας ότι υπάρχει και η θεωρία των παράλληλων κοινωνιών καθώς και της μερικής υπηκοότητας, αλλά αυτά δεν έχουν να κάνουν με την κυπριακή πραγματικότητα και ως εκ τούτου δεν χωράνε στη σημερινή κουβέντα. Απέφυγα επίσης να κάνω αναφορά σε home schooling γιατί ευτυχώς ακόμα στην Ευρώπη θέτουμε τα δικαιώματα των παιδιών πάνω από τις ατομικιστικές επιλογές των γονιών τους.