Το πρωινό σήμερα ήταν λιγότερο αποπνικτικό από τις προηγούμενες μέρες, έτσι κατέβηκα στη γιαγιά για να πιούμε ένα καφέ. Η γιαγιά, εκτός όλων των άλλων έχει και άσθμα, το οποίο δεν της επιτρέπει την εγκατάσταση κλιματισμού, αναγκάζοντας την να υπόκειται τις συνέπειες των 40-45 βαθμών κελσίου. Αυτό το καλοκαίρι δυσκολεύεται ιδιαίτερα καθώς βρίσκεται ακόμα πιο κοντά στα 90. Η γιαγιά που λέτε, ήταν σύζυγος υπαλλήλου των δημοσίων έργων, μητέρα 2 αγοριών και ράφτρια. Λόγω της φύσης της εργασίας του παππού, ο οποίος γύριζε τα χωριά της Κύπρου χτίζοντας ντεπόζιτα, η γιαγιά μεγάλωσε μόνη της τα 2 αγόρια, δουλεύοντας παράλληλα δωδεκάωρα πάνω από τη ραπτομηχανή. Το κύριο μέρος της δουλειάς της γινόταν στο σπίτι όπου βρισκόταν η ραπτομηχανή της, όμως πολλές φορές πήγαινε σε «ξένα» σπίτια για να πάρει μέτρα, ή για να δοκιμάσουν οι πελάτισσες – να προβάρουν όπως το λέει- τα ρούχα που τους έραβε. Άρα, η γιαγιά συχνά βρισκόταν για ώρες ή μέρες, αναλόγως της δουλειάς που προέκυπτε, στα σπίτια διαφόρων ατόμων, κυρίως μελών της Λευκωσιάτικης «υψηλής» κοινωνίας. Το όνομα της γιαγιάς είναι Ειρηνιά.

Το πραξικόπημα βρίσκει την Ειρηνιά να δουλεύει στο σπίτι μιας φίλης της. Η εν λόγω φιλενάδα είχε δυο αγόρια, εκ των οποίων ο ένας, ο μεγαλύτερος, ήταν παντρεμένος. Ο μεγάλος μαζί με τη γυναίκα του ήταν αριστεροί, ενώ ο άλλος, ο μικρότερος, ήταν εθνικόφρονας. Λίγες μέρες πριν το πραξικόπημα, η Ειρηνιά βλέπει τον μικρότερο να μπαίνει στο σπίτι της μάνας του, στο οποίο όπως είπαμε έραβε εκείνες τις μέρες η Ειρηνιά. Τον μικρό γιο, συνόδευε ένας ελλαδίτης που είχε ξινισμένο ύφος. Το μόνο που είπε ο μικρός της μάνας του, ήταν ότι αν τυχόν και εξαφανιστεί για μερικές μέρες, να μην ανησυχήσει ή να τον ψάξει, γιατί θα βρίσκεται στην Ελλάδα.

Να πούμε ότι η Ειρηνιά μου αφηγήθηκε τη συγκεκριμένη ιστορία δεκάδες φορές. Το προχωρημένο της ηλικίας της την κάνει να νοιώθει και να πιστεύει ότι κάθε φορά αφηγείται την ιστορία για πρώτη φορά, έτσι είναι ενδιαφέρον ο τρόπος που τα ίδια συναισθήματα αναβιώνονται ως αυθεντικά, αποτρέποντάς την από το να εξωκύλει από τις αρχικές της εντυπώσεις. Στα πλαίσια των επαναλαμβανομενων αφηγήσεων, η Ειρηνιά πάντα τονίζει την απογοήτευση της που δεν κατάφερε να καταλάβει τότε σε τί αναφερόταν ο μικρός γιος της φιλενάδας της, ο οποίος στην ουσία αναφερόταν στο ενδεχόμενο να πάει κάτι στραβά με το πραξικόπημα.

Ο άντρας της Ειρηνιάς, ο παππούς μου, ήταν αριστερός του ΑΚΕΛ, ο οποίος μετέπειτα έγινε ΕΔΕΚίτης, μετά από παρότρυνση του πατέρα. Ο παππούς, λοιπόν, ήταν από τους σεσημασμένους αριστερούς της Αγλαντζιάς. Η σημερινή κουβέντα μας εντωμεταξύ ξεκίνησε από την ερώτηση της γιαγιάς αν άκουσα τις σειρήνες τα ξημερώματα. Της είπα ότι τις άκουσα και τότε άρχισε να μου αφηγείται την ιστορία. Η γιαγιά, μέχρι σήμερα, τονίζει ότι φοβήθηκε περισσότερο «την ΕΟΚΑ» (εννοώντας την ΕΟΚΑ Β), παρά την εισβολή. Κατά την περίοδο του πραξικοπήματος, ο μικρός της γιος και ο παππούς δούλευαν σε διαφορετικά χωριά της Κύπρου, αφήνοντας την ουσιαστικά σε αναμμένα κάρβουνα, μη ξέροντας κατά πόσο είναι ζωντανοί ή όχι. Τρείς μέρες μετά, ο γιός της κατάφερε να επιστρέψει πίσω, μυρίζοντας όπως μου είπε χαρακτηριστικά «χειρότερα από σκύλλους πεθαμένους». Η Ειρηνιά μπήκε τότε στον πειρασμό να παρακαλέσει τη φίλη της, της οποίας ο γιος ήταν από τους ενορχηστρωτές του πραξικοπήματος, να μεσολαβήσει ούτως ώστε να επιτραπεί στο γιο της να περάσει τα μπλόκα που έστηνε περιφερειακά της Αγλαντζιάς η ΕΟΚΑ, έτσι ώστε να μπορέσει ο γιος της να φτάσει σπίτι. Τελικά δεν το έπραξε και προτίμησε να περιμένει να δει την εξέλιξη της κατάστασης.

«Θέλεις να πεις», την ρωτώ, «η ΕΟΚΑ σκότωσε κόσμο στις γειτονιές μας τότε;». «Ναι γιέ μου», μου λέει, ξεκινώντας τρεις παράλληλες ιστορίες. Η πρώτη αναφερόταν στη σύναξη των αριστερών του χωριού, τους οποίους με τη βοήθεια του στρατού μάζεψαν οι πραξικοπηματίες μια καλή μέρα και τους έστησαν στην οροφή ενός από τα παλιά σινεμά της Λευκωσίας. Εκεί τους είχαν χωρίς φαγητό και νερό όλη μέρα κάτω από τους 40 βαθμούς της Λευκωσίας, μη ξέροντας πότε και αν θα πάνε σπίτι τους. Σε αυτήν την ομάδα, η οποία ήταν πολύ μεγάλη όπως μου εξήγησε η Ειρηνιά, ήταν «ούλλοι οι αριστεροί του χωρκού γιέ μου» είπε χαρακτηριστικά, βρισκόταν και ο παππούς. Έτσι, η Ειρηνιά ήταν και πάλι ανήσυχη μη ξέροντας αν οι ΕΟΚΑ Βτζήδες θα εκτελούσαν τον παππού. Εδώ να πούμε ότι ο παππούς δεν ήταν και κανένας ιδεολόγος περιοπής, ήταν ένας κανονικός εργαζόμενος που ψήφιζε ΑΚΕΛ. Άλλωστε, η φύση της εργασίας του, δεν του επέτρεπε να αναμιχθεί ενεργά σε οτιδήποτε οργανωμένο, ήταν «απλώς» ένας παραδοσιακός ΑΚΕΛικός ψηφοφόρος, ο οποίος όντας μετριοπαθής τις περισσότερες φορές κρατούσε τις απόψεις του για τον εαυτό του.

Αυτήν την ιστορία μου την είπε παράλληλα με την ιστορία του αδερφού της κολλητής της, εν ονόματι Ερασμία, της οποίας το σπίτι είναι 30-40 μέτρα από το δικό μας. Ο αδερφός της Ερασμίας, ήταν από τους κομματικούς της Αγλαντζιάς και από τα ιδρυτικά στελέχη του ΑΚΕΛ, αν δεν κάνω λάθος· έντονα συνδικαλιζόμενος και άρα από τους κόκκινους στόχους των πραξικοπηματιών. Μέχρι σήμερα η Ειρηνιά αφηγείται τις πόσες φορές μπήκαν στρατιώτες και πρωτοπαλλίκαρα της ΕΟΚΑ Β σπίτι του, απειλώντας ότι θα τον σκοτώσουν. Η ίδια δεν ξέρει πως και γιατί τελικά δεν ήταν από τους δολοφονημένους του πραξικοπήματος.

Η τρίτη παράλληλη ιστορία ήταν για τη δράση των πραξικοπηματιών στα καφενεία της Αγλαντζιάς και πιο συγκεκριμένα στο καφενείο του σύζυγου της αδερφής της, το οποίο στεγαζόταν εκεί που είναι σήμερα η ταβέρνα στην πλατεία της παλιάς Αγλαντζιάς. Εξηγούσε, λοιπόν, η Ειρηνιά, πως οι δολοφόνοι της ΕΟΚΑ Β μάζευαν εκεί αριστερούς και έχοντας στην κατοχή τους περίστροφα τους έστηναν στον τοίχο ή τους έπαιρναν μαζί τους και «τους εξαφάνιζαν».

Σε αυτές τις αφηγήσεις έπαιζαν σταθερά κάποια ονόματα. Το πιο συχνά αναφερόμενο ήταν το όνομα του μικρού γιου της φίλης της, ο οποίος όπως είπαμε καθησύχασε τη μάνα του για την ενδεχόμενη φυγή του, αν δεν επιτύγχανε το πραξικόπημα. Η Ειρηνιά εξηγούσε πως αλλά και ποιους σκότωσε το ίδιο άτομο. «Καλά ρε γιαγιά», τη ρωτώ, «μετά το πραξικόπημα και την εισβολή, το 1975 ας πούμε, τι εκάμναν τούτοι οι τύποι, πώς αντέδρασε η τοπική κοινωνία στο γεγονός ότι πριν ένα χρόνο εκάμναν τους πιστολέρο μες την Αγλαντζιά; Πώς τζιαι εν εδικαστήκαν τούτοι οι φονιάδες;». Ένα χρόνο μετά, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, οι κύριοι αυτοί κυκλοφορούσαν με το ίδιο θράσσος μες την Αγλαντζιά λες και δεν συνέβησε τίποτε. Όσον αφορά τη νομική πτυχή, η απάντηση της ήταν αποστομωτική: «αφού εφκήκε ο Κληρίδης γιέ μου που ήταν μαζί τους, ποιός ήταν να τους δικάσει;».

Όταν είδα ότι η κουβέντα μας δεν πήγαινε παρακάτω, τη ρώτησα τι απέγιναν αυτά τα άτομα σήμερα και συγκεκριμένα ο μικρός γιος της φίλης της, ο οποίος ήταν πρωταγωνιστής και στις 3 ιστορίες. Ο κύριος αυτός είναι σήμερα ο καφετζής σε ένα από τα εθνικόφρονα σωματεία-καφενεία του ΔΗΣΥ και παρόλες τις δολοφονίες και τη συνεργεία του σε δολοφονίες κυκλοφορεί ελεύθερος και ωραίος.

Παρόλο που η συζήτηση μας ξεκίνησε για την εισβολή, μιλήσαμε παραπάνω για το πραξικόπημα, αφού ήθελε να μου εξηγήσει γιατί φοβήθηκε περισσότερο το πραξικόπημα παρά την εισβολή. Κατά τη διάρκεια της εισβολής, η Ειρηνιά φιλοξενούσε ένα συγγενή της, ο οποίος είχε αυτοκίνητο και τους φυγάδεψε στους Καπέδες. Εκεί έμειναν για λίγο καιρό σε μια φίλη της γιαγιάς, της οποίας μάλιστα, κατά σύμπτωση, ο γιός ήταν από τους στρατιώτες που ανάγκαζε η ΕΟΚΑ Β να μαντρώσουν τους αριστερούς στην πρώτη ιστορία που αφηγήθηκα πιο πάνω. Η Ειρηνιά μου είπε ότι του έδωσε τότε μια λίρα για να προσέχει τον παππού. Το παιδί αυτό πέθανε στην εισβολή και τα οστά του βρέθηκαν πριν μερικά χρόνια. Η γιαγιά πήγε στην κηδεία και συμπαραστάθηκε στη φίλη της, στην οποία αναφέρεται πάντα με τα καλύτερα λόγια αφού τους φιλοξένησε στις δύσκολες μέρες της εισβολής.

Αυτή ήταν η πρωινή μας κουβέντα. Του χρόνου να σας πω την ιστορία της μάνας μου, η οποία βίωσε από πρώτο χέρι τον εκτοπισμό, τα αντίσκηνα και την αβεβαιότητα της προσφυγιάς. Τα γεγονότα της εισβολής είναι λίγο-πολύ γνωστά, εκείνο που δεν βγήκε στην επιφάνεια είναι το ψυχολογικό κομμάτι. Ερωτήσεις του τύπου «ποιές είναι σήμερα οι ψυχολογικές συνέπειες της προσφυγιάς;», ή «πώς ένοιωσαν οι στρατιώτες που προδωμένα στάληκαν σαν αρνιά σε σφαγή να πολεμήσουν τάχα τους Τούρκους;», ή ακόμα πιο σημαντικές ερωτήσεις του τύπου «πώς ως κοινωνία και ως κράτος, διαχειριζόμαστε την έλλειψη ψυχολογικής υποστήριξης σε άτομα που βίωσαν φρικαλαιότητες αλλά μετά αφέθηκαν στο έλεος του post traumatic stress που λογικά θα είχαν και ενδεχομένως να έχουν ακόμα;».

Ωραία τα συνθήματα, ωραίοι οι συμβολισμοί και οι λοιπές μαλακίες που φάγαμε στα μούτρα τόσα χρόνια τώρα, αλλά ξεχάσαμε να δούμε τους ανθρώπους.