Πολλοί από εμάς, δικαίως, μπορούμε να χαρακτηριστούμε “παιδιά του διαδικτύου”, καθώς μεγαλώσαμε παράλληλα με τη γέννηση, εξέλιξη και ωρίμανσή του. Ο τρόπος που λειτουργεί αλλά και οι άγραφοι κανόνες συμπεριφοράς του αποτελούν κομμάτι της ευρύτερης αντίληψής μας. Είναι λοιπόν φυσικό, όταν συζητάμε περί της ανωνυμίας στο διαδίκτυο, άτομα σαν εμένα και τη γενιά μου να θεωρούμε ότι απειλείται κεκτημένο δικαίωμά μας. Το άρθρο αυτό υπερασπίζεται το δικαίωμα στην ανωνυμία, διαχωρίζοντας την ασυδοσία από την ανωνυμία.

Η ανωνυμία στο διαδίκτυο έχει δυο επίπεδα. Το επιφανειακό και το ουσιαστικό.

Στο πρώτο επίπεδο, το επιφανειακό, επικρατεί η αντίληψη ότι όντως ισχύει αυτό που λέμε “δικαίωμα στην ανωνυμία του διαδικτύου”. Η αντίληψη αυτή είναι η δεσπόζουσα, καθώς είναι επιφανειακά προφανές ότι κάποιος μπορεί να γράψει οτιδήποτε χωρίς να αναγκαστεί να φανερώσει το πραγματικό του όνομα. Στο δεύτερο επίπεδο, το ουσιαστικό, η ανωνυμία στο διαδίκτυο δεν αποτελεί δεδομένο, καθώς η τεχνολογία δίνει τη δυνατότητα ταυτοποίησης του συγγραφέα με το όνομα που είναι καταγεγραμμένος στα αρχεία τού εκάστοτε κράτους.

Για να μπορεί να γίνει συζήτηση πρέπει πρώτα να ανασκαλίσουμε τις ρίζες αυτού που αναγνωρίζουμε ως κεκτημένο.

Η ανωνυμία στο διαδίκτυο είναι κάτι που δεν χρειάστηκε αγώνες για να κατακτηθεί. Η φύση του διαδικτύου θέσπισε την ανωνυμία ως κεκτημένο λόγω της άναρχης οργανωτικής του δομής. Η γενιά μου υπερασπίζεται κάτι που της δόθηκε και όχι κάτι που πολέμησε να κατακτήσει. Η γενιά αυτή, διδασκόμενη από το παρελθόν, προσπαθεί να προλάβει τη βεβήλωση των διαδικτυακών της δικαιωμάτων, λαμβάνοντας προληπτικά μέτρα προς αποφυγήν της υποβάθμισης του επιπέδου ζωής της (γιατί τα προσωπικά δικαιώματα του κάθε ανθρώπου επηρεάζουν άμεσα το επίπεδο ζωής του).

Εκείνο που κατακτήθηκε ως κεκτημένο και το οποίο χρειάζεται συνεχείς αγώνες είναι η διαφύλαξη της ανάγκης ύπαρξης αυστηρών προϋποθέσεων για να αρθεί το απόρρητο των ηλεκτρονικών μας δεδομένων.

Αυτή όμως είναι η μία πλευρά του νομίσματος… Αν σταματήσουμε το συλλογισμό εδώ, τότε στρουθοκαμηλίζουμε και θα χάσουμε και τα αβγά και τα πασχάλια.

Παράλληλα με την ανωνυμία μας, οφείλουμε να διαφυλάξουμε τη συνέχιση του διαδικτύου, ως ενός χώρου στον οποίο χωράει κάθε άποψη και όπου ο διάλογος ενθαρρύνεται και ευδοκιμεί. Οφείλουμε λοιπόν να διασφαλίσουμε την προστασία τού χρήστη που υπόκειται σε πνευματική τρομοκρατία (η οποία συχνά πυροδοτεί και άλλα είδη τρομοκρατίας) από διάφορους επιτήδειους. Οφείλουμε να ζητήσουμε από το κράτος το δικαίωμα στην προστασία του χρήστη από την ασυδοσία των “ανωνύμων”.

Εδώ φτάνουμε στην ουσία της συζήτησης. Υπάρχουν ανώνυμοι κι “ανώνυμοι” (ή βλακώνυμοι). Να πάρουμε το παράδειγμα του blog μου. Φροντίζω να γράφω το όνομά μου στην προμετωπίδα του καταστήματος. Αν στη θέση τού “Γιώργος Ιορδάνου” υπήρχε κάτι άλλο, π.χ. “κόλοκος”, και λαμβανομένου υπόψη ότι δεν έβριζα ή συκοφαντούσα άλλα άτομα και ότι στα ιστολόγια στα οποία κατέθετα σχόλια υπέγραφα με το αντίστοιχο ψευδώνυμο, τότε θα ήμουν ένας κανονικός ανώνυμος που διατηρεί το δικαίωμα να μην εκθέτει τον εαυτό του. Αυτή είναι η χρήση της ανωνυμίας, την οποία ως άτομο ασπάζομαι και θέλω να προστατέψω. Είναι αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε χρήστη να μπορεί να γράφει την άποψή του χωρίς να κινδυνεύει να μαυροπινακιστεί κοινωνικά. Σε μια κοινωνία που βασίζεται στο ταμπέλωμα, το δικαίωμα αυτό καθίσταται ιερό.

Αν, όμως, ο ανώνυμος αποφασίσει να γίνει “ανώνυμος” μόνο και μόνο για να μπορεί να λιβελογραφεί, να βρίζει και να συκοφαντεί άμοιρος των συνεπειών, τότε η “ανωνυμία” αυτόματα αποκτά αρνητική υπόσταση.

Γι’ αυτό, οι πραγματικοί υπέρμαχοι της ανωνυμίας του διαδικτύου οφείλουν να είναι αντίθετοι στην αποποίηση ευθυνών του λόγου μέσω της “ανωνυμίας”. Πρέπει επιτέλους να διαχωρίσουμε την ανωνυμία από την ασυδοσία.

Προτάσεις:
Πρέπει να υπάρχει απλός, πρακτικός και γρήγορος τρόπος να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα. Η ταχύτητα της αποκατάστασης του ονόματος του θύματος λιβέλου είναι νευραλγικό ζήτημα, καθώς, αν η αποκατάσταση του ονόματος του θιγόμενου ατόμου εφαρμοστεί κατόπιν εορτής -όταν το άρθρο δηλαδή κοιμάται ξεχασμένο στο αρχείο- τότε η όλη αντίδραση χάνει την ουσία της (η ρετσινιά έμεινέν σου δηλαδή).

Ζητώντας την αποτελεσματική πάταξη της ασυδοσίας στο διαδίκτυο μέσω της ανωνυμίας, δεν σημαίνει ότι η αστυνομία πρέπει να έχει εύκολη πρόσβαση στα προσωπικά ηλεκτρονικά μας δεδομένα. Αντιθέτως, οι προϋποθέσεις και οι εξουσιοδοτήσεις για πρόσβαση σε τόσο ευαίσθητα δεδομένα είναι ίσως το πιο κρίσιμο σημείο στην όλη συζήτηση. Δεν πρέπει να καταλήξουμε όπως η Αστυνομία Κύπρου, όπου μέχρι και η κουτσή Μαρία μπορεί να ιχνηλατήσει τις κινήσεις κάποιας διεύθυνσης.

Tο δικαίωμα της προστασίας από τους λιβελογράφους πρέπει να είναι οικουμενικό και να μην είναι συνδεδεμένο με την εισοδηματική κατάσταση του κάθε πολίτη. Αυτό είναι ιδιαίτερο πρόβλημα, καθώς στην παρούσα φάση οι μόνοι που μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους είναι οι έχοντες την οικονομική ευχέρεια να μισθώσουν δικηγόρο για να κινήσει τις νομικές διαδικασίες εναντίον των ατόμων που τους θίγουν.

ΔΕΝ χρειάζεται μια αυστηρή νομοθεσία. Πρέπει να αποφευχθεί το φαινόμενο που παρατηρείται στη Μεγάλη Βρετανία, όπου κάθε φορά που κάποιος εκφέρει δημόσια άποψη κινδυνεύει να αντιμετωπίσει αγωγές που θα υποθηκεύσουν τη ζωή του. Δεν πρέπει ο νόμος να είναι αυστηρός, αλλά επιβάλλεται να είναι εφαρμόσιμος με ευέλικτες παραγωγικές διαδικασίες.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ (01/01/2010, σελ. 48, κωδικός άρθρου: 920507)